Στον φούρνο της γειτονιάς μου

Ένα πρωινό σαν όλα τ’ άλλα η γάτα μου με ξυπνάει στις έξι ακριβώς λες και κρύβει μέσα της κάποιον αόρατο ωρολογιακό μηχανισμό. Όμως δεν είναι ακριβώς σαν όλα τ’ άλλα γιατί με είχε πάρει ο ύπνος με τα ρούχα στον καναπέ και ξύπνησα πιασμένη. Με τα μάτια μισόκλειστα βρίσκω το κουτί της γατοτροφής, αδειάζω με την πλαστική σέσουλα στο πιατάκι, ακολουθεί σύντομο γουργουρητό ευχαρίστησης και ήχοι χλαπακιάσματος.

Μετά το απαραίτητο… φρεσκάρισμα στο μπάνιο πάω γραμμή στο βραστήρα για τσάι. Κι εκεί ανάμεσα στις ζεστές παρηγορητικές γουλιές μου έρχεται κεραμίδα η αποκάλυψη: μας τελείωσε το ψωμί. Σκανάρω το ψυγείο και τα ντουλάπια για οποιοδήποτε αρτοσκεύασμα αλλά δεν: ψωμί για τοστ, υπολείμματα χωριάτικης φραντζόλας, πίτες για σουβλάκια, μπριοσάκια, τίποτα! Το βασίλειό μου για δύο φέτες να εναποθέσω εκεί τις ελπίδες μου και το κολατσιό του παιδιού μου!

bakery
Ο φούρναρης Nicolas Cage (και όχι αυτός της γειτονιάς μου) στο Moonstruck (1987)

Η λύση είναι μία: μπουφάν, παπούτσια και έξω από την πόρτα σε αναζήτηση ανοιχτού καταστήματος στις 6:30 το πρωί. Μα θα είναι ανοιχτά; Θυμάμαι τον παππού που πήγαινε πάντα πριν ξημερώσει να ανάψει τους φούρνους του ζαχαροπλαστείου παρόλο που στις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του οι φούρνοι ανάβανε αυτοματισμένα. Και τη γιαγιά να τον ψέλνει «Μα πού πας μεγάλος άνθρωπος τέτοια ώρα, μέσα στη νύχτα, πριν τον πρώτο εργάτη, οι φούρνοι ανάβουνε μόνοι τους!» Κι εκείνος κουνούσε το κεφάλι, έλεγε «καλά» και… πήγαινε!

Καιρός να επαληθεύσουμε στην πράξη αν ο φούρνος της γειτονιάς είναι ανοιχτός. Βουτάω τα κλειδιά και τον τετράτροχο σύντροφό μου και βγαίνω στο πρωινό αγιάζι. Στα τρία τετράγωνα αντικρύζω τον φούρνο της γειτονιάς μας, ολόφωτο. Νιώθω σαν ροβινσώνας που αντίκρισε το πλοίο της σωτηρίας του. Μπαίνω μέσα και αμέσως με τυλίγει η ζέστη και οι μυρωδιές από τα πρωινά φουρνίσματα. Στη μικρή βιτρίνα είναι ήδη στρατηγικά παραταγμένα όλα τα σφολιατοειδή. Και, πιστέψτε με, υπάρχει δεύτερος πελάτης εκτός από εμένα!

Εκμεταλλεύομαι τον χρόνο μέχρι να εξυπηρετήσουν τον άνθρωπο για να πάρω όσο πολλές τζούρες μπορώ από αυτόν τον ιδιαίτερο αέρα που μοσχοβολάει φρεσκοψημένες ζύμες και θαλπωρή. Όπου να ‘ναι θα γουργουρήσω κι εγώ σαν τη γάτα. Σύντομα όμως έρχεται η σειρά μου. Κανείς δεν δείχνει έκπληξη για την τόσο πρωινή μου εμφάνιση. Διαλέγω για τα σάντουιτς του γιου στρουμπουλά ψωμάκια που μου ζεματάνε τα δάχτυλα – στο φούρνο της γειτονιάς μας επιτρέπεται να μην είσαι politically correct και να αγγίζεις με τα βρωμερά σου δάχτυλα το αντικείμενο του πόθου σου. Τραβάω και ένα σιμίτι κουλούρι τίγκα στο σουσάμι – δώρο στον εαυτό μου, να συνοδέψει το δεύτερο φλιτζάνι τσάι της ημέρας. Φεύγω γραμμή για το σπίτι, ακόμα τυλιγμένη σε ατμούς … αρτοποίησης. Βρε, μήπως να το κάνω συχνότερα;

Συνεχίστε την ανάγνωση