Όταν δε χωράς πουθενά

Ένα κορίτσι έκτης δημοτικού σε μια σχολική αυλή σταυρώνει τα μπράτσα πάνω σε ένα μακό με σταμπωμένα λουλούδια για να κρύψει το πρόσφατα σχηματισμένο στήθος της – αρχές της δεκαετίας του ’80. Ένα κορίτσι έκτης δημοτικού σε μια άλλη σχολική αυλή, καμπουριάζει για να κρύψει και αυτή το στήθος της και να γλιτώσει τα πειράγματα των συμμαθητών της 30 χρόνια μετά, στις σελίδες του «Ήθελα μόνο να χωρέσω», της Στέλλας Κάσδαγλη. Και μετά το κορίτσι (η Ζωή) πάει στο γυμνάσιο… και μετά στην πρώτη λυκείου. Σε καινούριο σχολείο, από ιδιωτικό σε δημόσιο λόγω αλλαγών στο μισθό του μπαμπά… Ενός μπαμπά που του έχει αδυναμία μα που δεν μπορεί πια να παίξει μαζί του ρακέτες όπως παλιά γιατί, λέει τα μπούτια της κουνιούνται όταν τρέχει… Η εφηβεία της τρέχει, τα συναισθήματά της τρέχουν κι αυτά, αλλάζουν από σελίδα σε σελίδα, γελάει, κλαίει, οργίζεται, μα η ιστορία δεν γίνεται μελό, συμπάσχεις κι εσύ με γνήσιο συναίσθημα. Η εφηβεία πονάει, προπάντων όταν νιώθεις ότι η φιλία ή έρωτας σε προδίδουν και νιώθεις σαν να φταις εσύ, ακόμα κι αν τη ζημιά την έκανε ο άλλος.

ithela_mono_na xoreso

Η Ζωή του βιβλίου, στα 15 της πια, δεν μπορεί να χωρέσει πουθενά τα συναισθήματά της: την ανασφάλειά της για το αν είναι αρκετά «καλό» το γυναικείο της σώμα σε σχέση με τις συμμαθήτριες, την απόρριψη από το αγόρι που της αρέσει, τον επονομαζόμενο «μαλάκα», το φόβο μήπως γίνει «χοντρή» σαν τη μαμά της. Δεν καταφέρνει να ενταχθεί στο περιβάλλον του καινούριου σχολείου, αισθάνεται loser, εύχεται να μπορούσε να εξαφανιστεί και τελικά τα καταφέρνει χάνοντας πολλά-πολλά κιλά – άλλο ένα κορίτσι που κυλά στη νευρική ανορεξία.

Η Ζωή αρχίζει ένα blog από την ημέρα που ξεκινάει το καινούριο σχολείο, ανταλλάσσει μανιωδώς SMS και μηνύματα στο chat με την κολλητή της από το παλιό σχολείο, παρακολουθεί την κίνηση στο Facebook. Ένας κόσμος ηλεκτρονικής επικοινωνίας ξεδιπλώνεται παράλληλα με τον real time μικρόκοσμο του σχολείου. Η Στέλλα (Κάσδαγλη) μιλάει μέσω της Ζωής στο πρώτο πρόσωπο: τα λέει άμεσα, απλά, με την αργκό των παιδιών του σχολείου. Σαρκάζουν και αυτοσαρκάζονται, κάνουν καυστικές παρατηρήσεις στους γονείς προσπαθώντας να κρύψουν τις δικές τους ανασφάλειες. Όποιος και κυρίως όποια θυμάται την εφηβεία της ξέρει.

Μου αρέσει που η συγγραφέας δεν μένει στην επιφάνεια του προβλήματος που λέει ότι τα κορίτσια γίνονται ανορεξικά προσπαθώντας να μοιάσουν στα απισχνασμένα μοντέλα αλλά μιλάει για όλα αυτά που ανησυχούν, φοβίζουν ή πονάνε μια έφηβη και την κάνουν να μην χωρά πουθενά. Που την οδηγούν σε μια ψυχαναγκαστική εμμονή, να χάνει τα πράγματα που γίνονται γύρω της για να σκέφτεται συνέχεια πώς θα καταφέρει να μην φάει, μια και είναι ο μόνος τρόπος που πιστεύει ότι έχει για να ελέγξει αυτά που συμβαίνουν γύρω της. Μιλάει και για το bullying που μαυρίζει τις ψυχές και σε κάνει να μην θέλεις τη ζωή σου. Και για την ψυχοθεραπεία στην οποία οδηγείται ευτυχώς η Ζωή από τους γονείς της – επιτέλους, σπάει ένα ταμπού της ελληνικής οικογένειας. Όταν τα πράγματα ζορίσουν πολύ και η Ζωή βρεθεί στο κρεβάτι του νοσοκομείου αισθάνεται ξαφνικά ότι το να γράψει στο blog της χωρίς να τρέμει το χέρι της είναι πιο σημαντικό γι’ αυτήν απ’ ότι το να μην φάει. Αυτό το χαρούμενο κρεσέντο του βιβλίου σε κάνει να θέλεις να το διαβάσεις ξανά και ξανά, είτε είσαι έφηβη είτε είσαι λίγο (ή πολύ) μεγαλύτερη. Βλέπεις ένα κορίτσι που αγωνίζεται, νικάει τους εσωτερικούς της δαίμονες και επιτέλους ξαναβρίσκει την ικανότητα να φροντίζει και να αγαπά τον εαυτό της. Και μεγαλώνει. Αυλαία.

Το παραπάνω κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε εδώ με τον τίτλο Ήθελα μόνο να χωρέσω.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Αφήστε το σχόλιό σας

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.