Τη λένε Ρόζα Δελλατόλα και είναι από ατίθαση γενιά. Εμφανίστηκε το 2013 στην ελληνική παιδική λογοτεχνία, μέσα από τη δημιουργική φαντασία της Λώρης Κέζα. Η Ρόζα είναι ένα κορίτσι που μετακόμισε με τους γονείς και τον αδελφό της από την Αθήνα στο χωριό Λουτρά της Τήνου «για να ζήσουν πιο απλά».
Ο μπαμπάς της, πρώην διευθυντής διαφημιστικής, ανοίγει γραφείο τελετών στο χωριό ενώ η μαμά της κάνει συνέχεια γιόγκα και γράφει ένα βιβλίο για τις γελούδες, τις τοπικές ξωτικιές.
Η Ρόζα είναι τολμηρή, μπερδεύεται στις υποθέσεις των μεγάλων και αντιμετωπίζει τη ζωή με περιέργεια, θάρρος και δόσεις χιούμορ. Μυρίζεται όταν …κάποιο λάκκο έχει η φάβα και ξεσκεπάζει τους απατεώνες του νησιού.
Δε διστάζει να γραφτεί ως η μοναδική εσωτερική μαθήτρια στο σχολείο της μονής Ουρσουλινών ώστε αυτό να συνεχίσει να λειτουργεί. Άλλωστε είναι ένας καλός τρόπος για να ξεφύγει από τις ανοστιές της υγιεινής μαγειρικής της μαμάς της.
Οι καλόγριες, πιστές στην παράδοση της πρωτοπορίας του σχολείου τους, μαθαίνουν τη Ρόζα να επικοινωνεί μέσα από γιγάντιες ταμπλέτες με καθηγητές απ’ όλον τον κόσμο, ο καθένας διάσημος στον τομέα του.
Με τις ταμπλέτες θέλει να …παίξει και ο δήμαρχος του νησιού για να βγάλει εύκολο παραδάκι στο δεύτερο τόμο με τα κατορθώματα της Ρόζας.
Από εκεί είναι και το απόσπασμα που ακολουθεί, αφού είχαμε την τύχη να το παραχωρήσει η Λώρη Κέζα Στα πλήκτρα πριν από την επίσημη κυκλοφορία του. Την ευχαριστώ πολύ και στους υπόλοιπους, καλή σας ανάγνωση!
Η κλοπή της Παναγίας (*)
Απόσπασμα από το δεύτερο κεφάλαιο
Δήμαρχοι και ταμπλέτες
Αργά το απόγευμα η οικογένεια Δελλατόλα επέστρεψε στο σπίτι, στα Λουτρά. Το χωριό βρίσκεται στο κέντρο της Τήνου, εκεί όπου διασταυρώνονταν πάντοτε οι κεντρικοί δρόμοι, αυτοί που ενώνουν το ανατολικό με το δυτικό μέρος του νησιού και το βόρειο με το νότιο. Βρίσκεται ακριβώς κάτω από το το Εξώμβουργο, τον απόκρημνο βραχώδη λόφο όπου ήταν χτισμένη η αρχαία πόλη της Τήνου και αργότερα η μεσαιωνική πόλη. Αν φανταστούμε το νησί ως ανθρώπινο σώμα, αυτός ο βράχος είναι η καρδιά. Όλοι οι αρχαίοι πετρόχτιστοι δρόμοι, όλα τα μονοπάτια συνδέονται σαν αρτηρίες και φλέβες που με κάποιο τρόπο καταλήγουν στο κέντρο, στην καρδιά. Εκεί υπάρχει ένα μοναστήρι κι ένας ναός που συμπτωματικά είναι ναός της Ιεράς Καρδίας του Ιησού. Τα Λουτρά είναι το χωριό δυο καθολικών μοναστηριών. Αυτό το σημείο διάλεξαν οι Ιησουίτες το 1840 για να αναγείρουν τη Μονή τους και ακολούθησαν οι Ουρσουλίνες που ίδρυσαν την περίφημη Σχολή.
Η Ρόζα ανέβηκε πρώτη τα πέτρινα σκαλοπάτια του σπιτιού. Στο κατώφλι κάποιος είχε αφήσει ένα βότσαλο. Αυτό είναι μήνυμα. Αν κάποιος περάσει και δεν βρει κανέναν, αφήνει βότσαλο μπροστά στην πόρτα. Τον πρώτο καιρό η μαμά της Ρόζας, νόμιζε πως οι συγχωριανοί τής κάνουν πλάκα. Κατόπιν ξεκίνησε να γράφει ένα βιβλίο για τις Γελούδες και άρχισε να ρωτά αν αυτά τα τοπικά φαντάσματα επικοινωνούν αφήνοντας βότσαλα. Οι Γελούδες προτιμούν όμως να φοβίζουν τον κόσμο τη νύχτα και να τους αρπάζουν τα πράγματα. Δεν αφήνουν βότσαλα.
Η Καρμέλα Μπον είχε ακούσει ότι οι Γελούδες λέγονται έτσι επειδή μοιάζουν με αγγέλους, είναι δηλαδή Αγγελούδες. Μετά την έρευνά της κατέληξε ότι λέγονται έτσι από την Αελλώ, δαίμονα του αέρα στην ελληνική αρχαιότητα, η οποία άρπαζε τα υπάρχοντα των ανθρώπων και καμιά φορά τους ίδιους τους ανθρώπους. Τα έγραφε όλα αυτά στο βιβλίο της που είχε ανέλπιστη επιτυχία χάρη σε ένα τυπογραφικό λάθος στο εξώφυλλο: «Οι Γελούδες δεν γελούν, Ιστορίες με Γελάδες και άλλες στρίγγλες». Μια τροφαντή αγελάδα κοσμούσε το εξώφυλλο και όλοι το αγόραζαν νομίζοντας ότι πρόκειται για ιστορίες ερωτικής τρέλας.
Η Ρόζα ήταν σίγουρη ότι το βότσαλο δεν την αφορά. Το χωριό δεν έχει άλλα παιδιά, εκτός από την ίδια και τον αδελφό της. Ευτυχώς την 1η Ιουλίου θα άνοιγε η Σχολή για να λειτουργήσει ως κατασκήνωση. Ετοιμάζονταν να καθίσουν στο τραπέζι για να φάνε το φαγόπυρο με λούζα, το ντόπιο αλλαντικό όταν ακούστηκε μια φωνή: «Φραγκίσκο, πάνω είσαι; Ανεβαίνω…». Στην πέτρινη σκάλα του σπιτιού εμφανίστηκε ιδρωμένος και λαχανιασμένος ο Λορέντζος Πρελορέντζος, ο δήμαρχος. Η Καρμέλα τον κοίταξε λοξά. Ήξερε ότι πάλι κάτι θα ζητούσε.
Ξεκίνησαν μια συζήτηση για τον καιρό, για τους τουρίστες που θα έρχονταν το καλοκαίρι, για την οικονομική κρίση που ζούσε η Ελλάδα. Τότε ο δήμαρχος το ξεφούρνισε.
-Φραγκίσκο βρήκα μια επιδότηση για το νησί και θέλω να με βοηθήσεις. Το κράτος θα δώσει λεφτά σε δήμους που θα κάνουν έργα για την τεχνολογία, για όποιον βάλει ταμπλέτες και κομπιούτερ στην καθημερινή ζωή στα μικρά χωριά. Σκέφτηκα λοιπόν να κάνουμε αλλαγές στα νεκροταφεία. Να βάλουμε οθόνες στα μνήματα και οι συγγενείς να βλέπουν όποτε θέλουν ένα βίντεο για τον πεθαμένο τους.
Ο Φραγκίσκος άρχισε να γελά πολύ δυνατά. Η Καρμέλα κοιτούσε τον δήμαρχο με μεγάλη σοβαρότητα επειδή κατάλαβε ότι αυτά που έλεγε, τα εννοούσε. Πέρασαν κάποια λεπτά μέσα στη σιωπή και η Ρόζα βρήκε την ευκαιρία να πετάξει το φαγόπυρο στον σκουπιδοτενεκέ.
(*) τίτλος εργασίας
Η Λώρη Κέζα γεννήθηκε στο Μόντρεαλ, ζει στην Αθήνα και ονειρεύεται την Τήνο. Είναι δημοσιογράφος και γράφει άρθρα για τους ιππότες, τους πειρατές και τους καλικάντζαρους που συνεδριάζουν στη Βουλή.