Γυρίζατε όλοι από τις διακοπές σας; Επιστρέψατε ο κάθε κατεργάρης και η κάθε κατεργάρα στον πάγκο του ή έστω στο μεταλλιζέ γκρι γραφείο του; Ε, για να μπει γλυκά η σεζόν θα σας πω ένα παραδοσιακό παραμύθι, έτσι όπως το άκουσα μια βραδιά του Αυγούστου με πανσέληνο σε ένα χωριό της Τήνου από την αφηγήτρια Αναστασία Φλωράκη.
Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα βασίλειο μακριά-μακριά από εδώ, ζούσε λένε ένας βασιλιάς που είχε τρεις κόρες. Τρεις κόρες σαν τα κρύα τα νερά, η μια πιο όμορφη από την άλλη και η τρίτη η μικρότερη πιο όμορφη από όλες.
Μα, μια μέρα, ήρθανε κακά μαντάτα στο βασίλειο. Ο βασιλιάς έπρεπε να φύγει, έπρεπε να πάει να πολεμήσει. Έκανε λοιπόν τα προετοιμασίες του και όταν έφτασε η ώρα να αποχαιρετίσει τα κορίτσια του τους ζήτησε να του πούνε τι θέλουνε να τους φέρει όταν γυρίσει πίσω με το καλό.
Λέει λοιπόν η μεγάλη κόρη, Πατέρα μου εγώ θέλω να μου φέρεις μια χτένα. Μια χτένα φτιαγμένη από χρυσάφι και διαμάντια. Α, λέει η δεύτερη, εγώ πατέρα θέλω να μου φέρεις δυο βραχιόλια. Δυο βραχιόλια φτιαγμένα από χρυσάφι και διαμάντια. Η τρίτη η μικρότερη δεν μιλούσε. Εσύ, τι θέλεις να σου φέρω σαν γυρίσω, τη ρωτάει ο πατέρας. Εγώ πατέρα μου δεν θέλω τίποτα. Μονάχα να γυρίσεις με το καλό. Α, λέει ο βασιλιάς, δεν γίνεται, αφού θα φέρω στις αδελφές σου. Θέλω να μου πεις τι θέλεις να σου φέρω.
Με τα πολλά την έπεισε. Και του λέει λοιπόν εκείνη, Πατέρα μου θέλω μονάχα να μου φέρεις το κρεμεζί μαργαριτάρι. Μα αφού μου το υποσχέθηκες, θέλω να μου το φέρεις οπωσδήποτε. Να μην γυρίσεις αν δεν το βρεις. Κι αν κάνεις πως γυρίσεις να μαρμαρώσει το καράβι, να πετρώσει και να μην πηγαίνει ούτε μπροστά ούτε πίσω. Εντάξει κόρη μου, λέει, στο υπόσχομαι θα σου το φέρω.
Πέρασε ο καιρός, τελείωσε ο πόλεμος, νίκησε ο βασιλιάς, και έφτασε η ώρα να γυρίσει στο σπίτι του. Πέρασε λοιπόν από μια μεγάλη πόλη πριν ανέβει στο πλοίο που θα τον πήγαινε πίσω στο βασίλειό του. Η πιο μεγάλη πόλη από αυτές που έχεις ακούσει. Και πήγε σε ένα μαγαζί, το πιο μεγάλο από όλα. Και είχε αυτό το μαγαζί κοσμήματα από όλα τα μέρη του κόσμου, με χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια, από τα βάθη της Ανατολής, σμιλεμένα από τους καλύτερους μαστόρους, άξια να τα φορέσουνε πριγκίπισσες και βασίλισσες. Είπε λοιπόν και του έφεραν 40 χτένια και 40 βραχιόλια κι εκείνος διάλεξε τα πιο βαριά και τα πιο όμορφα για τις δυο μεγάλες του κόρες. Μα σαν ζήτησε το κρεμεζί μαργαριτάρι, δεν ήξερε κανένας τίποτα. Έφυγε λοιπόν άπραγος από τη μεγάλη πολιτεία.
Μα δεν ξέχασε την υπόσχεσή του και σταμάτησε σε όλες τις πόλεις και σε όλα τα χωριά, μικρά και μεγάλα για να το βρει όμως δεν ήξερε πουθενά, κανένας, τίποτα. Έτσι λοιπόν, με τα δώρα για τις δυο μεγάλες του κόρες αλλά χωρίς το κρεμεζί μαργαριτάρι πήρε το καράβι που θα τον πήγαινε πίσω στο βασίλειό του.
Μα σαν έφτασε στη μέση του πελάγους μαρμάρωσε η θάλασσα, πέτρωσε το τιμόνι, έπεσε ο αέρας και το καράβι δεν πήγαινε μήτε εμπρός μήτε πίσω. Κανένας πάνω στο καράβι δεν ήξερε τι ήταν αυτό που το προκαλούσε και κανένας δεν ήξερε και πώς να το διορθώσει. Στο τέλος μονάχα ένας γέρος ναυτικός σηκώθηκε και είπε: Αυτό είναι μια υπόσχεση που δεν έχει τηρηθεί. Κάποιος από εμάς δεν τήρησε μια υπόσχεση και γι’ αυτό μαρμάρωσε το καράβι. Τότε λοιπόν σηκώθηκε ο βασιλιάς και φώναξε, Εγώ, έδωσα μια υπόσχεση στη μικρότερή μου κόρη και δεν την τήρησα. Μου είπε να της φέρω το κρεμεζί μαργαριτάρι μα δεν το βρήκα σε κανένα μαγαζί από όσα επισκέφθηκα. Βασιλιά μου, είπε ο γέρος ναυτικός, για να βρεις το κρεμεζί μαργαριτάρι πρέπει να ξέρεις τι ψάχνεις. Επειδή το κρεμεζί μαργαριτάρι δεν είναι ούτε στολίδι ούτε κόσμημα. Μονάχα είναι ένα βασιλόπουλο, ένα ωραίο παλικάρι, σε βασίλειο όχι μακριά από εδώ.
Ο βασιλιάς σαν το άκουσε αυτό χάρηκε πάρα πολύ. Είπε λοιπόν, Βάλτε πλώρη για εκείνο το βασίλειο. Και σαν έδωσε τη διαταγή, αμέσως ξεμαρμάρωσε η θάλασσα, σηκώθηκε ούριος άνεμος και μέσα σε λίγες μέρες έφτασαν στο βασίλειο που ψάχνανε. Πήγε λοιπόν εκεί, βρήκε το βασιλόπουλο και του είπε: Παλικάρι μου, η κόρη μου με έστειλε να σε βρω. Μου παρήγγειλε να σε πάρω μαζί μου γιατί έχει ακούσει για σένα και θέλει λέει να σε παντρευτεί. Α, λέει το βασιλόπουλο, πολλές θέλουν να με παντρευτούν. Ναι, λέει ο βασιλιάς, όμως καμιά δεν είναι όμορφη σαν την κόρη μου. Και έβγαλε το μενταγιόν που φορούσε γύρω από το λαιμό του, το άνοιξε και του την έδειξε. Και το παλικάρι έχασε τη λαλιά του γιατί πιο όμορφη κοπέλα από αυτήν δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του, όσα ταξίδια κι αν είχε κάνει. Λέει λοιπόν Βασιλιά μου θα έρθω να τη συναντήσω. Σε 15 ημέρες από σήμερα θα της πεις να έχει ανοιχτά τα παραθύρια της και δίπλα στο παραθύρι να έχει μια μεγάλη λεκάνη γεμάτη με γάλα κι εγώ θα γίνω αετός, θα πετάξω και πάω να τη βρω. Και μετά θα γίνω άνθρωπος και θα της μιλήσω.
Και ο βασιλιάς έφυγε χαρούμενος. Πήρε το πλοίο του και χωρίς άλλα προβλήματα έφτασε στον τόπο του. Εκεί τον υποδέχτηκαν οι τρεις του κόρες, χαρούμενες που τον έβλεπαν. Εκείνος έδωσε στη μεγάλη του κόρη τη χτένα φτιαγμένη από χρυσάφι και διαμάντια. Στη μεσαία του κόρη έδωσε τα δύο βραχιόλια φτιαγμένα από χρυσάφι και διαμάντια και γύρισε και είπε στη μικρότερή του κόρη, Κόρη μου, βρήκα το Κρεμεζί μαργαριτάρι και μου παρήγγειλε να σου πω ότι σε 15 μέρες θα έρθει να σε βρει. Μονάχα θέλει από σένα να έχεις ανοιχτό το παραθύρι σου κι εκείνος θα γίνει αετός και θα έρθει να σε βρει. Θέλει όμως μια μεγάλη λεκάνη με γάλα δίπλα στο παράθυρο.
Η κόρη του χαρούμενη, τον αγκάλιαζε, τον φιλούσε και του λέει, Πατέρα μου, το ‘ξερα πως θα τον έβρισκες και έτρεξε αμέσως να αρχίσει τις ετοιμασίες. Ήθελε να είναι όλα τέλεια για τον ερχομό του βασιλόπουλου. Έτσι λοιπόν έραψε καινούρια ρούχα και με τις γυναίκες του παλατιού έφτιαξε γλυκά ένα σωρό, και παστέλια, και αμυγδαλωτά και ξεροτήγανα και περίμενε το Κρεμεζί Μαργαριτάρι. Σαν πέρασαν οι 15 μέρες πήρε μια λεκάνη με γάλα και την έβαλε δίπλα στο παραθύρι της, το άφησε ανοιχτό και περίμενε. Δεν περίμενε πολύ και μετά από λίγο άκουσε ένα φλοπ-φλοπ, φλοπ-φλοπ, και ένας μεγάλος περήφανος αετός έκανε το γύρο του παλατιού και προσγειώθηκε στο παραθύρι της, μέσα στη λεκάνη με το γάλα. Εκεί πλύθηκε με το γάλα, ήπιε και λίγο, και έπεσαν από πάνω του τα φτερά, και εμφανίστηκε ένα ωραίο παλικάρι. Και κάτσανε μαζί και μιλήσανε μέχρι αργά το απόγευμα. Σαν έπεσε ο ήλιος λέει το παλικάρι στην κοπέλα. Θα έρθω να σε ξαναβρώ, να μιλήσουμε να κανονίσουμε τα του γάμου. Σε 15 μέρες. Μονάχα από σένα θέλω να έχεις ανοιχτό το παραθύρι σου και μια μεγάλη λεκάνη με γάλα κι εγώ θα έρθω, θα πετάξω, θα γίνω αετός και μετά θα γίνω άνθρωπος για να μιλήσουμε. Και ξαν’αγινε αετός, πέταξε και έφυγε μακριά.
Η μικρότερη κόρη ήταν πολύ ευτυχισμένη. Όλη μέρα τραγουδούσε και χόρευε, χόρευε και τραγουδούσε. Έκανε τις ετοιμασίες της και μετά από 15 μέρες έβαλε μια μεγάλη λεκάνη με γάλα δίπλα στο παραθύρι της και περίμενε το παλικάρι. Όμως, όπως ξέρετε, η κακία υπάρχει παντού. Οι αδελφές όμως ζήλεψαν τη μικρότερη αδελφή τους. Κοίτα, λέγανε που εμείς μόνο πήραμε διαμάντια και χρυσάφι κι εκείνη η μικρότερη θα παντρευτεί πριν από εμάς, θα πάρει και το βασιλόπουλο. Έτσι λοιπόν οι δυο μεγάλες αδελφές της βασιλοπούλας έτριψαν γυαλιά και τα έκαναν ψιλά-ψιλά και τα έβαλαν μέσα στη λεκάνη με το γάλα, να μπηχτεί το βασιλόπουλο, το Κρεμεζί Μαργαριτάρι, να πονέσει και να μην ξανάρθει. Όταν λοιπόν ακούστηκε εκείνο το φλοπ-φλοπ και είδανε τον αετό να γυρνάει γύρω από το παλάτι και να προσγειώνεται στο παραθύρι της βασιλοπούλας μέσα στη λεκάνη με το γάλα εκείνο δεν πρόλαβε να τινάξει τα φτερά του γιατί μπήχτηκαν μέσα του τα γυαλιά, πόνεσε, και χωρίς να βγάλει μιλιά, πέταξε μακριά. Η βασιλοπούλα μόλις είδε τη λεκάνη με το γάλα βαμμένη με το αίμα του βασιλόπουλου κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. Αχ, οι κακούργες οι αδελφές μου το κάνανε. Με δάκρυα στα μάτια έτρεξε στον πατέρα της. Πατέρα μου, του είπε Εγώ θα φύγω, θα πάω μόνη μου να βρω το Κρεμεζί Μαργαριτάρι. Πήρε λοιπόν μια σακούλα γεμάτη με φλουριά και πήρε τους δρόμους.
Και περπατούσε νύχτα και μέρα, μέρα και νύχτα, ατέλειωτες μέρες, πέρασε λαγκάδια, πέρασε βουνά, πέρασε πόλεις μικρές και μεγάλες κι έψαχνε να βρει το Κρεμεζί Μαργαριτάρι. Μια μέρα, περπατούσε σε μια μεγάλη πολιτεία, μια παράξενα ήσυχη πολιτεία. Κανένας δεν μιλούσε, όλοι φαινόντουσαν στενοχωρημένοι και ψιθύριζαν μεταξύ τους. Ρωτάει έναν στην αγορά, τι συμβαίνει; Αχ κορίτσι μου, το βασιλόπουλό μας, το Κρεμεζί Μαργαριτάρι, είναι βαριά άρρωστο και μάλλον θα πεθάνει. Από όλα τα μέρη του κόσμου τον έχουνε επισκεφθεί γιατροί μα κανένας γιατρός δεν μπόρεσε να βρει τι έχει και να τον κάνει καλά. Η βασιλοπούλα έπεσε να πεθάνει από τη στενοχώρια της. Όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι. Μονάχα καθότανε έξω από τους κήπους του παλατιού και συλλογιζόταν τι μπορεί να κάνει για να σώσει το βασιλόπουλο. Κι εκεί που καθόταν, άκουσε ξαφνικά ομιλίες. Κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο κι έσκυψε μπροστά να δε ποιος μιλούσε. Και είδε σε ένα δέντρο, το πιο ψηλό δέντρο του κήπου στο πιο ψηλό κλαδί, να κάθονται τρία πουλάκια και αποκάτω καθόταν μία νεράιδα και τα τάιζε και τους έλεγε: Αχ, πουλάκια μου, μα να ΄ναι η γιατρειά μπροστά στα μάτια τους και να μην μπορούνε να τη δούνε! Ποιος να βρεθεί να τους πει ότι αν πιάσει κανείς αυτά τα τρία πουλάκια και φτιάξει σκόνη από τα φτερά τους και την ανακατέψει με λάδι και αλείψει τρεις μέρες το βασιλόπουλο εκείνα τα γυαλιά θα πέσουν και θα γίνει καλά.
Και έφυγε η νεράιδα, ανέβηκε ο ήλιος, ξημέρωσε η μέρα. Και το πρωί βρήκε τη βασιλοπούλα να κάθεται κάτω από το δέντρο και να σκέφτεται πώς μπορεί να πιάσει αυτά τα τρία πουλάκια. Εκείνη την ώρα περνάει ένας κυνηγός. Αχ κυνηγέ του λέει, αν σου δώσω ένα φλουρί για κάθε πουλάκι θα μου πιάσεις αυτά τα πουλάκια να μου τα φέρεις; Να στα πιάσω, είπε ο κυνηγός και στη στιγμή έπιασε τα τρία πουλάκια και τα πήγε στη βασιλοπούλα. Η βασιλοπούλα δεν έχασε χρόνο. Άλλωστε το βασιλόπουλο είχε πολύ λίγο και έφτιαξε σκόνη από τα φτερά τους, την έβαλε σε ένα μικρό πουγκί και ξεκίνησε για το παλάτι. Μπροστά στην πύλη του παλατιού γινότανε σούσουρο, κακό, είχε μαζευτεί κόσμος πολύς και φώναζε. Ήταν λέει το βασιλόπουλο στα τελευταία του, την έβγαζε δεν την έβγαζε τη μέρα. Τότε λοιπόν η βασιλοπούλα μονολόγησε, Μα, αν πάω με αυτά τα ρούχα κι αν με δει θα με γνωρίσει. Θα πει πως εγώ τον παγίδεψα και πως εγώ έριξα τα γυαλιά στη λεκάνη με το γάλα.
Εκείνη την ώρα περνούσε έξω από το παλάτι ένας γέρος καλόγερος. Τον έπιασε λοιπόν παράμερα η βασιλοπούλα και του είπε, Γέροντα την ευχή σου. Θα μου δώσεις τα ρούχα σου, είναι μεγάλη ανάγκη. Κι εγώ θα σου δώσω φλουριά να πάρεις άλλα, καινούρια. Και ο καλόγερος της τα έδωσε. Κι εκείνη ντύθηκε τα ρούχα του καλόγερου και πήγε στην πύλη να μιλήσει στους φρουρούς. Τους είπε λοιπόν ότι ήθελε να ανέβει πάνω, στην κάμαρη του βασιλόπουλου και να τον κάνει καλά. Αυτοί γέλασαν μαζί της και είπαν, Εσύ θα τον κάνεις καλά, ένας γέρος καλόγερος; Τόσοι και τόσοι γιατροί ήρθαν να τον δουν και κανένας δεν βρήκε τι έχει. Και της έδωσαν μια σπρωξιά και την έριξαν κάτω από τις σκάλες.
Η βασίλισσα, η μάνα του βασιλόπουλου, άκουσε τη φασαρία και βγήκε στο παράθυρό της, είδε τη βασιλοπούλα – καλόγερο και ρώτησε τους φρουρούς και ρώτησε τι είχε συμβεί. Να, λένε αυτοί, ένας παλιο-καλόγερος πέρασε και λέει πως θέλει να γιάνει το βασιλόπουλο. Μα τόσοι και τόσοι πέρασαν, αυτός θα τον κάνει καλά; Μα η βασίλισσα ήτανε μάνα, μια μάνα πονεμένη, και ήθελε να δοκιμάσει τα πάντα για το παιδί της. Έτσι λοιπόν διέταξε να ανοίξουν αμέσως οι πύλες και να περάσει π καλόγερος πάνω, στην κάμαρη του βασιλόπουλου. Και γύρισε στη βασιλοπούλα – καλόγερο και της είπε, Αν κάνεις καλά το παιδί μου θα σου δώσω το μισό μας βασίλειο και κάθε μέρα της ζωής μου μέχρι να πεθάνω θα λέω το όνομά σου. Η βασιλοπούλα – καλόγερος δεν είπε τίποτα, μονάχα πως δεν θέλει το μισό βασίλειο, θέλει μια λεκανίτσα με λίγο λάδι και τίποτα άλλο. Όμως θα ήθελε και να φύγουνε όλοι από την κάμαρη του βασιλόπουλου και να μείνουν μονάχα οι δυο τους.
Κι έτσι κι έγινε. Και τότε η βασιλοπούλα έβγαλε τη σκόνη από το πουγκί, την έριξε πάνω από το λάδι και την ανακάτεψε καλά-καλά και άρχισε να αλείφει το βασιλόπουλο. Και όσο το άλειφε, έβγαιναν τα γυαλιά από μέσα του κι έπεφταν στο πάτωμα και επέστρεφε το χρώμα στα μάγουλα του βασιλόπουλου. Και σιγά-σιγά εκείνο άρχισε να κουνιέται και να ψιθυρίζει Θα την εκδικηθώ, θα την εκδικηθώ που με γέλασε και με παγίδεψε. Η βασιλοπούλα-καλόγερος ξαναπήγε και δεύτερη μέρα και ξαναάλειψε το βασιλόπουλο κι εκείνο έγινε ακόμα πιο καλά και μπορούσε να μιλήσει πιο δυνατά και έλεγε Αχ, την κακούργα τι μου έκανε! Και ξαναπήγε και Τρίτη μέρα και τότε πια το βασιλόπουλο έγινε τελείως καλά και σηκώθηκε όρθιο και είπε δυνατά Μα θα την εκδικηθώ την κακούργα για το κακό που μου έκανε. Ακούς εκεί, να βάλει γυαλιά, μέσα στη λεκάνη με το γάλα! Τότε λοιπόν η βασιλοπούλα – καλόγερος του είπε, Αχ βασιλόπουλό μου, δεν το έκανε αυτή, το έκαναν οι κακούργες οι αδελφές της. Το βασιλόπουλο δεν την πίστευε. Τότε λοιπόν η βασιλοπούλα – καλόγερος πέταξε από πάνω της τα καλογερίστικα και ξεχύθηκαν τα μακριά μαλλιά της και φάνηκαν τα βασιλικά της φορέματα. Και τότε λοιπόν το βασιλόπουλο την αναγνώρισε και την αγκάλιασε και τη φιλούσε και έδωσε διαταγή να ξεκινήσουν αμέσως οι ετοιμασίες του γάμου.
Η βασιλοπούλα ήταν πολύ ευτυχισμένη. Μόνο που σκεφτόταν τον πατέρα της. Είπε στο βασιλόπουλο, Λείπω τόσο καιρό από το σπίτι μου και ο πατέρας μου θα ανησυχεί. Δεν θα ξέρει που βρίσκομαι κι αν είμαι καλά. Έτσι λοιπόν οι δυο τους έφυγαν και πήγαν στο βασίλειο του βασιλιά-πατέρα της. Και εκείνος μόλις τους είδε χάρηκε πάρα πολύ με τη χαρά του παιδιού του κι ετοιμάστηκε να πάει κι εκείνος στο γάμο. Όσο για τις αδελφές της από την ντροπή τους έφυγαν μακριά από το βασίλειο για να κρυφτούνε. Και όπως μου είπανε ίσως να τρέχουνε ακόμα να βρουν μέρος να κρυφτούνε. Και είχαμε αγάπες και χαρές και ξεφάντωσες πολλές κι ήμουνα κι εγώ εκεί και μου δώσανε φακή!