Πριν από πολλά πολλά χρόνια, το μακρινό 1996, πήγα με τις ευλογίες και την επιδότηση του μπαμπά μου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως φοιτήτρια Erasmus για ένα εξάμηνο στο Όσλο, την πρωτεύουσα της μακρινής Νορβηγίας. Ήταν μια θαυμαστή εμπειρία γενικότερα που με τροφοδότησε με πολλές όμορφες αναμνήσεις και που με έκανε να αλλάξω τον τρόπο που έβλεπα τον κόσμο μέχρι τότε. Έφτασα εκεί με μεγάλη διάθεση να εξερευνήσω κάθε γωνιά της πόλης, αν ήταν δυνατόν και της χώρας που με φιλοξενούσε και απολάμβανα την ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στη διάθεσή μου να γνωρίσω όλες τις φυλές του Ισραήλ που κυκλοφορούσανε στο πανεπιστήμιο και να μάθω τα χούγια τους και τη θαλπωρή που μου πρόσφερε ο φιλόξενος κόσμος μια μικρής σφιχτοδεμένης παρέας Ελλήνων μεταπτυχιακών φοιτητών που σπουδάζανε εκεί με υποτροφίες της νορβηγικής κυβέρνησης.
Έζησα υπό την προστασία ενός στοργικού κράτους το οποίο εκείνη την εποχή κατέβαλε το κόστος της επιθυμίας μου να συμμετέχω σε μαθήματα εκμάθησης της νορβηγικής και ανάμεσα σε ευγενείς ανθρώπους που μου παραχώρησαν μία θέση μελέτης σε ένα ευάερο και ευήλιο γραφείο ανάμεσα σε άλλους μεταπτυχιακούς φοιτητές για να μελετάω, λέει, καλύτερα! Γούρλωνα τα μάτια μου στη θέα διοικητικών υπαλλήλων που έβγαιναν έξω στους -15 βαθμούς για να κάνουν ένα τσιγάρο μιας που εντός του πανεπιστημίου απαγορευόταν το κάπνισμα. Ήμουν πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα από τον τόπο μου σε μια χώρα που οι άνθρωποι δε μιλούσαν τη γλώσσα μου και ωστόσο ένιωθα σεβαστή γι’ αυτό που ήμουνα ως άνθρωπος, για τη διαφορετικότητα της εθνικότητάς μου και των εξωτερικών χαρακτηριστικών μου. Έτσι, αισθανόμουν ότι μπορούσα να περιφέρω με ασφάλεια και υπερηφάνεια το κεφάλι με την καστανή μου κώμη και τις ιδέες που βρισκόντουσαν λίγο πάρα μέσα ανάμεσα στα αχυρόξανθα κεφάλια των συμφοιτητών μου. Και χαιρόμουν που πολλοί κάτοικοι αυτής της τόσο μακρινής κι ευημερούσας χώρας (ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου) είχαν μπει στον κόπο να μάθουν πράγματα για την ιστορία της μικρής Ελλάδας από την οποία ερχόμουνα. Επειδή έμεινα εκεί όλο το εαρινό εξάμηνο είχα την ευκαιρία να ζήσω δύο εθνικές εορτές, της Ελλάδας (25 Μαρτίου) και της Νορβηγίας (17 Μαΐου).
Την ημέρα της 25ης Μαρτίου, οι Έλληνες φίλοι μου με είχαν προσκαλέσει στη μικρή γιορτή που γινόταν στην οικία του Έλληνα πρέσβη. Ήταν ο πρώτος μήνας μου στην ξένη χώρα και ακόμη ήμουν ψαρωμένη ενώ κυκλοφορούσα με εξάρτηση χιονιού για να αντιμετωπίσω τις αρνητικές θερμοκρασίες. Φόρεσα λοιπόν όπως κάθε μέρα χοντρές κάλτσες, μποτάκια, ισοθερμική σωβρακοφανέλα, μπλούζα, και το πουλόβερ-αρκουδοτόμαρο και πήγα. Εκεί διαπίστωσα ότι το dress code ήταν κατά τι πιο επίσημο. Ελαφρώς ντροπιασμένη έβγαλα το πουλόβερ-αρκουδοτόμαρο και έμεινα με την πιο μέσα μπλούζα, για μια επίφαση επισημότητας. Όχι πως έδειξε κανείς να ενοχλείται – βρισκόμαστε στη χώρα της ανεκτικότητας. Πρέπει να είμαστε καμιά τριανταριά νοματαίοι, λίγοι Νορβηγοί και πολλοί Έλληνες, κάτι σαν οικογενειακή συγκέντρωση. Εξάλλου, ο ελληνικός πληθυσμός τότε στο Όσλο αριθμούσε κοντά 250 άτομα όλα κι όλα και ήταν εργάσιμη μέρα. Ο κόσμος μιλούσε χαμηλόφωνα και υπήρχε μια διάχυτη φιλική, συντροφική ατμόσφαιρα. Η τελετή ήταν σύντομη και σεμνή, χωρίς πολλές φανφάρες, επηρεασμένη από το λιτό σκανδιναβικό πνεύμα. Στο τέλος τραγουδήσαμε τον ελληνικό Εθνικό ύμνο. Κι εκεί, για πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή μου, ένιωσα να υγραίνονται τα μάτια μου από συγκίνηση και υπερήφανη χαρά που ανήκω σε αυτό το έθνος των κοντών, μαυριδερών και ενίοτε πολυμήχανων ανθρώπων. Νομίζω το λένε και πατριωτική υπερηφάνεια – μια λέξη που έχει φτάσει να σημαίνει άλα αντί άλλων. Αισθήματα που είχαν ξεθυμάνει στα όρια της αδιαφορίας μέσα στα 12 χρόνια σχολικής εκπαίδευσης. Στα χρόνια αυτά είχαν χωρέσει πολλές γιορτές εθνικών επετείων με ποιήματα, σκετσάκια, δάφνινα στεφάνια γύρω από χάρτινα πορτρέτα φουστανελοφόρων ηρώων, φωτοτυπίες από σημαίες που ευλαβικά γέμιζα με μπλε παστέλ τα τέσσερα τετράγωνα γύρω από το σταυρό ή τις πέντε θαλασσιές λωρίδες (πάντα μπερδευόμουν αν είναι πέντε θαλασσιές – τέσσερεις άσπρες ή τέσσερεις θαλασσιές – πέντε άσπρες). Όμως ποτέ δεν μπόρεσα να συνδέσω στο παιδικό και αργότερα εφηβικό μυαλό μου το κλέος της ελληνικής επανάστασης με το σημερινό εθνικό κράτος και το σημερινό γίγνεσθαι. Μας μιλούσαν πιο πολύ για τη γενναιότητα και την αυτοθυσία των αρματολών και κλεφτών (που βεβαίως ήταν αληθινή) και πολύ λιγότερο για τα πρόσωπα που προσπάθησαν να οργανώσουν το σύγχρονο ελληνικό κράτος και που κάποια απ’ αυτά τα έφαγε το μαύρο σκοτάδι (βλέπε Καποδίστριας, Υψηλάντης). Όλοι οι προβολείς στραμμένοι στο δράμα και το μπαμ-μπουμ δηλαδή και στο ότι θα είχαμε επιτέλους σύνταγμα, ευνομούμενο κράτος, θα ξαναγινόμαστε πολίτες και όχι πια υπόδουλοι.
Δύο μήνες μετά, με την άνοιξη δειλά-δειλά να μπαίνει στις 17 Μαΐου γιορτάσαμε την εθνική γιορτή των Νορβηγών. Το κέντρο της πρωτεύουσας ήταν ένα πολύχρωμο πανηγύρι, ένα πλήθος άτυπων παρελάσεων στο οποίο συμμετείχε όλος ο κόσμος φορώντας σε μεγάλο ποσοστό παραδοσιακές φορεσιές ή απλώς τα χρώματα της σημαίας (κόκκινο-μπλε-άσπρο). Συνυπήρχαν παρελάσεις κυρίως παιδιών κάθε ηλικίας, από το νηπιαγωγείο μέχρι το πανεπιστήμιο, παρελάσεις συλλόγων, τοπικών χορωδιών. Πολλή μουσική από πολλές μπάντες, πολλές σημαίες, πολλές οικογένειες και παρέες. Και πολλά χαμόγελα. Όλοι χωράνε. Ο κόσμος τραγουδάει δυνατά, κάποιοι χορεύουν σε σταυροδρόμια και πλατείες. Λείπει παντελώς το στρατιωτικό στοιχείο.
Από τότε μου γεννήθηκε η σκέψη γιατί να μην το κάνουμε κι εμείς έτσι; Δημοτική μουσική και οι δικοί μας κυκλωτικοί χοροί συναδέλφωσης του ανάδελφου έθνους μας. Χωρίς στρατιωτική παρέλαση (λέμε τώρα). Πολλά καυστικά σχόλια γράφονται και ακούγονται αυτές τις μέρες για τις αλλαγές που θα γίνουν από την κυβέρνηση στο φετινό εορτασμό της 25ης Μαρτίου. Θα γίνει πρώτα η στρατιωτική παρέλαση και μετά οι μουσικές και οι χοροί. Ένα τουρλού δηλαδή… και τα στρατά και τα κλαρίνα μαζί. Ας είναι. Εμένα μου φαίνεται μια θετική κίνηση που μας θυμίζει ποιοι είμαστε και θυμίζει και στους όποιους «άλλους» ότι έχουμε και εθνική ταυτότητα. Εγώ έμαθα όσους δημοτικούς χορούς γνωρίζω από το σχολείο και δεν τους αγάπησα όσο τους αξίζει. Στο σπίτι μας χορεύανε μόνο ευρωπαϊκά. Ο ήχος του κλαρίνου μου φαίνεται οξύς όμως με τα χρόνια ανακαλύπτω ότι αμβλύνεται και ακούγεται πολύ πιο όμορφα έξω στο ύπαιθρο, στο φυσικό του χώρο δηλαδή, στην πλατεία ενός χωριού ή γιατί όχι στους δρόμους της Αθήνας την ημέρα της εθνικής μας γιορτής, της δικής μας Indepedence Day. Αν βρεθούμε λοιπόν αργότερα σήμερα στην παρέλαση ας τείνουμε τα χέρια στους διπλανούς μας αγνώστους για να χορέψουμε. Ας πούμε ναι σε μια θετική κίνηση ανάμεσα σε πολλά φάουλ που γίνονται αυτήν την περίοδο.
Χρόνια μας πολλά!