«Στην ελληνική μυθολογία ο Καιρός είναι η προσωποποίηση της τύχης, της τυχερής στιγμής που πρέπει κανείς να αδράξει, η ικανότητα να παρέμβει αποτελεσματικά στη ροή των γεγονότων» γράφει η Yvonne Mostard από την Ολλανδία κάτω από την εικαστική της δημιουργία, ένα γυναικείο κεφάλι που το στεφανώνουν κλαδιά αμπελιού και φύλλα χρυσού.
Μία τέτοια μικρή και τυχερή στιγμή άδραξα όταν αποφάσισα να γίνω κομμάτι της «εικαστικής περιπλάνησης» στον Μουντάδο της Τήνου που ευαγγελιζόταν μια αφίσα. Στα λημέρια της τέχνης έχουμε μάθει συχνά οι λέξεις άλλα να λένε και άλλα να εννοούνε γι’ αυτό δεν ήμουν απολύτως βέβαιη τι περιλάμβανε μια εικαστική περιπλάνηση ωστόσο, η αγγλική μετάφραση art walking για τους αλλοδαπούς δεν μου άφηνε και πολλές αμφιβολίες. Η αγγλική έχει λιγότερα τερτίπια: Waling is walking! Θα περπατούσαμε λοιπόν. Είχα και καλή παρέα. Μέσα!
Έτσι ανακάλυψα ένα χωριό από τα λιγότερα γνωστά του νησιού με σπιτάκια ταπεινά και μερικά λιγότερο ταπεινά που κατηφόριζαν μια τυπική ξερή κυκλαδίτικη πλαγιά και είχαν γύρω τους έναν μικρό φτιαχτό παράδεισο με λουλούδια και δέντρα φυτεμένα από χέρι ανθρώπου, με ασβεστωμένες αυλές και αυλόθυρες με κιγκλιδώματα. Και βέβαια ατελείωτα σκαλιά και περιποιημένα πλακόστρωτα.
Τα εικαστικά δημιουργήματα-σκοπός της περιπλάνησης, καμωμένα από τα χέρια καλλιτεχνών από όλη την Ευρώπη, είχαν το καθένα το δικό του ενδιαφέρον και ήταν στρατηγικά τοποθετημένα δίπλα σε κάθε ξινάρι (δηλαδή δημόσια βρύση με μαρμαρένια ξόμπλια) του χωριού. Όπως καταλάβατε, είχε πολλές βρύσες! Ως άλλοι κοντορεβυθούληδες ψάχναμε για σημάδια στις πλάκες που πατούσαμε ενώ ρίχναμε και ματιές στον καλαίσθητο χάρτη-οδηγό που είχε τυπωθεί για την περίσταση και περίμενε τους επισκέπτες στο έμπα του χωριού σε πολλά αντίτυπα στοιβαγμένα με βότσαλο στην κορυφή για το φόβο του αέρα μαζί με κέρασμα αμυγδαλωτό που η εν λόγω λιχούδα καταχώνιασε στην τσέπη για να το χαρεί στο τέλος της διαδρομής.
Κάπου ανάμεσα στους αριθμούς και τα πατήματα του χάρτη μαγνητίστηκα από τον ήχο μιας ψαλμωδίας, που ακουγόταν πολύ φιλική, του κόσμου ετούτου και όχι του επέκεινα, και ήθελα οπωσδήποτε να βρω την πηγή της. Έτσι, παρεκκλίναμε με τη φίλη μου από τα εικαστικά καλούδια για να βρεθούμε μερικά σκαλιά πιο πάνω, σε ένα εκκλησιδάκι «αρχαίο» όπως με πληροφόρησε ένας γηγενής, μια Παναγίτσα σε μέγεθος δωματίου, ασβεστωμένη απέξω, με χοντρούς πέτρινους τοίχους και ξύλινα τέμπλα ζωγραφισμένα πολύχρωμα μια φορά και έναν καιρό από το χέρι λαϊκού καλλιτέχνη.
Μέσα, οι ψάλτες άρρενες κάτοικοι του χωριού υμνούσαν εκείνον που πίστευαν χωρίς περιττά. Σιγά-σιγά το εκκλησίασμα πλήθαινε, μαζευόταν κόσμος, ακόμα και έφηβοι, όλοι με τα καλά τους. Οι περισσότεροι μπαίνανε μέσα, ανάβανε το κερί τους, προσκυνούσανε και κάθονταν να ακούσουν τη λειτουργία στο πεζούλι του αυλόγυρου, γιατί μέσα την εκκλησία-κόσμημα ο αέρας ήταν λιγοστός και ζεστός. Εκεί αγκυροβολήσαμε κι εμείς. Ευτυχώς φορούσα κι εγώ τα σχετικώς καλά μου. Δεν θα ήθελα να αποτελώ παραφωνία σε εκείνη την τόσο αληθινή γιορτή.
Με το αμυγδαλωτό στην τσέπη, πολλές εικόνες τυπωμένες στον σκληρό του εγκεφάλου και λίγες στο κινητό πήραμε το δόμο της επιστροφής καθώς έδυε ο ήλιος. Οι παρευρισκόμενοι μάλλον γνωρίζονταν όλοι μεταξύ τους γιατί πριν προλάβω να κατέβω τα σκαλάκια που χώριζαν την Παναγίτσα από το μονοπάτι άκουσα τα δύο γερόντια που καθόντουσαν δίπλα μου να συνομιλούν μεταξύ τους: «Από πού ήταν η κοπέλα;»
2 Σχόλια
Μερσί. Έπιασα και τη σπόντα. Μου το λέω κι εγώ, να γράφω συχνότερα!