Οι διάλογοι που ακολουθούν δεν είναι μυθοπλασία. Είναι ατάκες που πέσανε στην αληθινή ζωή και που τις κατέγραψα με προσοχή στο τετράδιό μου μετά το συμβάν γιατί θεώρησα χρέος μου να μην τις ξεχάσω. Κάποιες δε από αυτές, μου προκαλέσανε τόσο θυμό και ντροπή, που στη συνέχεια καταχώνιασα το τετράδιο για πολύ καιρό κάτω από σωρό άλλων χαρτιών για να τις ξεχάσω. Μιλάω με αντιφάσεις, το ξέρω. Είμαι μαμά ενός εφήβου – σας το ‘χω ξαναπεί. Ο γιος μου ασχολείται με κλασσικό αθλητισμό, τελευταίως και με πρωταθλητισμό. Αυτή του η προτίμηση μας φέρνει κατά καιρούς σε στάδια της Αττικής και όχι μόνον.
Στον πρώτο του αγώνα εκτός Αττικής λοιπόν βρέθηκα κι εγώ η αδαής σε μία αθλητική διοργάνωση με νεαρόκοσμο από αθλητικούς συλλόγους από διαφορετικές γωνιές της Αθήνας και από διαφορετικές γωνιές της Ελλάδας. Εφηβική ενέργεια και αδρεναλίνη στο μάξιμουμ, αέρας κορεσμένος από προσδοκίες γονέων και προπονητών, αμήχανα γέλια και πειράγματα, ενθουσιασμός και φευγαλέο φλερτ από την κερκίδα όταν στο στίβο κατεβαίνανε συναθλητές του ιδίου συλλόγου αλλά του αντίθετου φύλου – συγχωρήστε με αν δεν είμαι politically correct, οι κεραίες μου δεν είναι ακόμα τόσο ευαίσθητες για να πιάνουν το φλερτ ανάμεσα σε άτομα του ιδίου φύλου.
Μιας που το δικό μου παιδί ήταν στο «ζέσταμα» και αργούσε να διαγωνιστεί είχα απεριόριστο χρόνο να ρεμβάσω, να παρατηρήσω, να «μυρίσω» τι γίνεται γύρω μου. Ανέβηκα στο πάνω μέρος των κερκίδων που ήταν άδειο για να θαυμάσω πίσω μου τη θέα. Και τότε ήταν που έφτασε στ’ αφτιά μου μια συζήτηση, μονόλογος πες καλύτερα, μια που ο αποδέκτης του λογύδριου δεν μιλούσε. Η φωνή ήταν ανδρική, δυνατή, καθαρή και επιτακτική.
«Τι ήταν αυτό που έκανες; Αν είναι να κάνεις τέτοια, αν είναι να κάνεις τον κόσμο να γελάει μαζί σου, να δίνεις χαρά στους άλλους, καλύτερα να μην ξανακατέβεις σε αγώνες. Καλύτερα ασχολήσου με κάτι άλλο στον ελεύθερο χρόνο σου, ξέρω εγώ, γίνε τραγουδίστρια, παίξε στο θέατρο. Πάντως σε αγώνες δεν μπορείς να ξανακατέβεις για να λένε οι άλλοι ‘Βρε κοίτα πώς τρέχει, σαν μαλακισμένο, σαν ηλίθιο. Ούτε να τρέξει δεν ξέρει’. Εσύ μπερδεύεσαι και στην εκκίνηση».
Ένιωθα το πρόσωπό μου να ζεσταίνεται, τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν, το αίμα μου να αναβαίνει στην κυριολεξία στους κροτάφους μου. Φορούσα μαύρα γυαλιά και έστρεψα διακριτικά το κεφάλι για να δω τους πρωταγωνιστές αυτού του διαλόγου. Εκείνος, ο προπονητής δηλαδή, ένας άντρας γύρω στα 35, πολύ σίγουρος για αυτά που τολμούσε να ξεστομίζει, τόσο που να μην νοιάζεται για το ότι άκουγαν και άλλοι – ίσως και να του άρεσε κιόλας. Απέναντί του, μια δεκαεξάχρονη με μαλλιά αλογοουρά, μάτια σκοτεινιασμένα, έτοιμα να κλάψουν, ένευε με το κεφάλι σιωπηλά και περίμενε να περάσει ο καταρράκτης της ταπείνωσης και των προσβολών. Ευτυχώς κάποτε τελείωσε εκείνος και την άφησε να φύγει. Την παρακολούθησα με το μάτι να κατεβαίνει τα σκαλιά, γρήγορα, άγαρμπα, να βρίσκει τους φίλους και τις φιλενάδες της για να ξεσπάσει σε κλάματα στον ώμο μιας, της πιο αγαπημένης ίσως. Ένα κορίτσι ψηλό, αθλητικό, με σκούρα σγουρά μαλλιά και μεγάλα μάτια, ένα κορίτσι από αυτά που είναι όμορφα αλλά δεν το ξέρουν, φαίνεται από το στήσιμο και την περπατησιά τους. Θα μπορούσε να ήταν και άσχημη, δεν θα μας πείραζε καθόλου, όμως όταν δεν έχεις επίγνωση των «όπλων» και των ταλέντων σου εύκολα αφήνεις τους ισχυρούς άλλους να σε «πατάνε».
Όταν το κορίτσι έφυγε εκείνος άναψε ένα τσιγάρο (Μα στις κερκίδες, στον αγωνιστικό χώρο; Μα ο προπονητής, ο σούπερ- ντούπερ αθλητής; Μα ενώπιον των παιδιών που σε θαυμάζουν και σε έχουν για πρότυπο;) και στάθηκε ατάραχος και αυτάρεσκος να το απολαύσει. Την είχε ολοκληρώσει επιτυχώς την αποστολή του. Είχε τσακίσει το ηθικό της «άχρηστης». Στο μυαλό του την είχε ήδη με το ένα πόδι έξω από την ομάδα. Να μην του χαλάει την πιάτσα και το δικό του καλό όνομα. Ίσως το κορίτσι πράγματι να μην ταίριαζε σε αυτόν τον χώρο των ρεκόρ και των υψηλών προσδοκιών. Αλλά ο τρόπος εξοστρακισμού της δεν έπαυε να είναι χυδαίος.
Αισθάνθηκα αμέσως ότι όφειλα στον εαυτό μου κάτι να κάνω. Και ήξερα με βεβαιότητα τι: Να πάω να τη βρω. Όταν σταμάτησε να κλαίει κατέβηκα τα σκαλιά και την πλησίασα. Της είπα «Γεια σου κοπελιά. Έχω έρθει για να δω τον γιο μου». Φοβερή ατάκα. Και το πουλάκι μου, αντί να με σιχτιρίσει που είχε τις μαύρες της, γύρισε στο μέρος μου, χαμογέλασε και μου είπε «Γεια σας». «Αν σου αρέσει να τρέχεις συνέχισε το στίβο και μην ακούς κανέναν. Δεν έχει σχέση με τις επιδόσεις. Όμως άλλαξε προπονητή. Κανείς δεν επιτρέπεται να σου φέρεται έτσι. Μπήγει τα κλάματα. «Μα άμα τα κάνω θάλασσα και ντροπιάζω το σύλλογο πώς να μη μου φέρεται έτσι». «Ο προπονητής είναι εδώ για να σε οδηγεί και να σε στηρίζει. Όχι για να σε εξευτελίζει. Να διαλέξεις αυτό που σε ευχαριστεί και να το κάνεις με το σωστό άνθρωπο. Και καλή τύχη, ό,τι και όταν διαλέξεις να κάνεις».
Δεν ξέρω αν υπήρξα αρκετά δυναμική, αρκετά πειστική, αρκετά υποστηρικτική προς αυτό το νεαρό κορίτσι. Ελπίζω και εύχομαι να μην παρέμεινε κάτω από τις «φτερούγες» εκείνου του προπονητή. Ελπίζω και εύχομαι να τρέχει ακόμα, όχι για να κάνει ρεκόρ, αλλά για να αισθάνεται τη δύναμη στα πόδια της, τη δροσιά στο μυαλό, το χάδι ή το μαστίγωμα του αέρα στα μάγουλά της. Οι προπονητές είναι πολύ σημαντικοί στις ζωές των παιδιών μας, μικρών ή μεγαλύτερων. Η αποστολή τους είναι να διδάσκουν, να στηρίζουν, να εμπνέουν. Ο γιος μου υπήρξε τυχερός γιατί ο προπονητής του είναι κάποιος που σέβεται και αγαπά τον εαυτό του, τα παιδιά που του εμπιστεύονται και το επάγγελμα – λειτούργημα που εξασκεί. Και το πιο σημαντικό που διδάσκει στο γιο μου και τα άλλα παιδιά που προπονεί είναι να αναμετριούνται κάθε φορά με τον εαυτό τους και όχι με τους άλλους. Και όταν φωνάζει στον αγώνα «Τρέξε Κώστα, τρέξε», ό γιος μου ισχυρίζεται ότι νιώθει τα πόδια του να βγάζουν φτερά. Δεν ξέρω πώς νιώθουν αντίστοιχα τα παιδιά που άκουσα να τα παροτρύνουν οι δικοί τους καθοδηγητές προς τη νίκη με το θεϊκό «Ξέσκισέ τους!». Είναι βεβαίως άνθρωπος και αυτό σημαίνει ότι του επιτρέπονται και λάθη. Ποτέ όμως δεν έχει προσβάλλει ούτε ταπεινώσει κανέναν μικρό ή μεγάλο. Και πιστέψτε με, αυτά τα πράγματα όταν συμβαίνουν, μαθεύονται. Κι αν δε λέγονται φωναχτά, σίγουρα πάντως ψιθυρίζονται πίσω από γυρισμένες πλάτες.
Πιστεύω ότι οι προπονητές στον αθλητισμό έχουν σπουδαία θέση στη ζωή των παιδιών και ίσως ακόμα μεγαλύτερο στη ζωή των εφήβων που τους βλέπουν σαν ζωντανά μοντέλα προς μίμηση, είτε σαν μεγαλύτερους αδερφούς – αδερφές είτε σαν πατρικές – μητρικές φιγούρες. Και έχουμε δικαίωμα και υποχρέωση στον εαυτό μας και στα παιδιά μας να τους επιλέξουμε με προσοχή ή να τους αποπέμψουμε αν αποδειχτούν λίγοι ή σκάρτοι. Είναι και αυτοί δάσκαλοι πιο πολύ από τους καθημερινούς δασκάλους στο σχολείο και μάλιστα το παράδειγμά τους είναι εξαιρετικά ζωντανό γιατί δεν μπορείς διδάσκεις αθλητισμό χωρίς να σε βλέπουν να γυμνάζεσαι και ο ίδιος, δεν μπορείς να μιλάς για υγιεινή διατροφή και να έχεις κοιλιά καρδινάλιου κοκ. Κι αν τα παιδιά δείχνουν αρνητικά συναισθήματα προς το πρόσωπο αυτού που τα προπονεί μην προσπερνάτε το γεγονός ως επουσιώδες! Ο προπονητής βρίσκεται εκεί όχι μόνο για να διδάξει συγκεκριμένες δεξιότητες αλλά και για να εξασκήσει φτερά στο να ανοίξουν και να πετάξουν. Και όλοι έχουν το δικαίωμα στην πτήση. Μην εμπιστεύεστε αυτούς που βαστούν ψαλίδι!