Μέρες σαν κι αυτές, με τον Ιούλιο να κοντεύει να μεσιάσει, ίσως επιθμήσετε να δροσιστείτε πιο “εναλλακτικά” παίρνοντας τα βουνά. Αυτό το γραπτό μου είχε δημοσιευτεί για πρώτη φορά εδώ [ilink url=”http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.article&id=11089″]http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.article&id=11089[/ilink] .
Ένα χωριό γένους θηλυκού ακουμπισμένο σε μια απότομη πλαγιά του πιο αρσενικού βουνού της Πελοποννήσου: Αναβρυτή Ταϋγέτου. Φτάσαμε εκεί γύρω στις τρεις το μεσημέρι, ώρα που σ’ αυτά τα μέρη ο ήλιος αρχίζει να κατηφορίζει πίσω από τις κορφές. Αντικρίσαμε πολλά σπίτια, πέτρινα τα περισσότερα. Μεγάλο χωριό σκέφτηκα. Η μισή αλήθεια, μιας που η Αναβρυτή πράγματι ήταν μεγάλη μια φορά κι έναν καιρό, με 3.500 κατοίκους όμως σήμερα εκεί ξεχειμωνιάζουν μόλις 22 κάτοικοι. Περήφανη μαύρη πεύκη, καστανιές, σφενδάμια, μερικά ελατάκια, πλατάνια, πανδαισία χρωμάτων πράσινων και κόκκινων και κίτρινων για να χορτάσουνε τα μάτια και η ψυχή και του πιο στερημένου για ομορφιά. Είχα την ευτυχία να πατήσω στα πράσινα, τα κόκκινα και τα κίτρινα φύλλα πολλές φορές καθώς περιδιάβαινα χαρωπή σαν την Κοκκινοσκουφίτσα τα πιο εύκολα μονοπάτια απ’ αυτά που ζώνουν το χωριό και μπαίνουν στα ενδότερα του βουνού. Απόλαυσα τρεχούμενα νερά, άκουσα τη φωνή του κότσυφα, είδα τη φουντωτή ουρά και τα σκουρόχρωμα οπίσθια ενός μικρού θηλαστικού που βιαστικά κρύφτηκε στη σχισμή ενός βράχου μόλις μας αντιλήφθηκε. Και είχα την τύχη να αλλάξω πέντε κουβέντες με μια χούφτα Αναβρυτιώτες, συμπεριλαμβανομένων των οικοδεσποτών μας. Και να χαιρετήσω τη θεία Αντωνία, 96 ετών, λυγερόκορμη και με λαμπερή ματιά, που η περπατησιά της είναι γρήγορη και ανάλαφρη σαν εικοσάχρονης κοπέλας και τα χνώτο της δε μυρίζει γεροντίλα αλλά θυμάρι– παραξενιές της φύσης του Ταϋγέτου.
Ο Γιώργος, οικοδεσπότης και οδηγός μας στα μονοπάτια γύρω από το χωριό και από τους πιο φιλικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει, κρατούσε πάντα την εστία του τζακιού ζεστή, φρέσκα φρούτα πάνω στο τραπέζι και κέρασμα από τσίπουρο μέσα στη μικρή νταμιτζάνα. Την ώρα του πρωινού, κι ενώ εκείνος έλειπε, βρίσκαμε τη φωτιά αναμμένη στο τζάκι, το τραπέζι στρωμένο αρχοντικά από κάποιο αόρατο χέρι και τις σκαλιστές καρέκλες της τραπεζαρίας να μας περιμένουν, όπως στον πύργο του παραμυθιού με την Πεντάμορφη και το Τέρας. Και η γυναίκα του Γιώργου, η Μαίρη, φτιάχνει ξελογιαστικά μπισκότα και πολύ γενναιόδωρα μοιράστηκε μαζί μου τη συνταγή της επιτυχίας της. Ο ξενώνας του, το «Αρχοντικό» όνομα και πράγμα ήταν κάποτε το σπίτι του γιατρού του χωριού. Περιποιημένος, με στιβαρά, ταιριαστά έπιπλα και όμορφα αντικείμενα εδώ κι εκεί.
Ο Γιώργος μας πήγε σε όλες τις σπηλαιοεκκλησίες της περιοχής που είναι λιτές και όμορφες σαν τον Ταΰγετο. Λάτρεψα το μονοπάτι που οδηγεί στην Παναγία τη Λαγκαδιώτισσα. Ένα τέταρτο περπάτημα χέρι-χέρι με ένα μικρό φαράγγι – η βλάστηση και η γεωλογία εδώ δίνουν τα ρέστα τους. Μας έδειξε και τη σπηλιά και το μικρό βοτανολογικό-γεωλογικό μουσείο που στεγάζεται στο παλιό σχολείο του χωριού με τις χαρακτηριστικές ψηλοτάβανες αίθουσες. Τους δεινούς πεζοπόρους τους συνοδεύει σε πιο μακρινές διαδρομές, μέσα στον Ταΰγετο, το βουνό του.
Στη μοναδική ταβέρνα του χωριού, τον «Αμάραντο των Βρύσεων», μπορείς να φας νόστιμο φαγάκι και να ζεσταθείς στη σόμπα. Στις περιηγήσεις μας στα γύρω χωριά είδα πολλές και περιποιημένες ταβέρνες μα μου έκανε εντύπωση που, παρότι Σαββατοκύριακο, πολλές από αυτές ήταν κλειστές – απ’ ότι κατάλαβα, ανοίγουν πια μόνο το καλοκαίρι! Ούτε πολλούς ταξιδιώτες συνάντησα και στενοχωρήθηκα. Παιδιά να χαρείτε, όσοι ακόμη μπορείτε να βάλετε το χέρι στην τσέπη για μια εκδρομούλα λίγων ή περισσότερων ημερών, αφήστε τα ελβετικά σαλέ και τα βουλγάρικα χιονοδρομικά και πιάστε τα δικά μας βουνά! Μας το χρωστάμε!
Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι η θέα του δωματίου μας από το παράθυρο του ξενώνα Αρχοντικό www.kaneltrekking.gr. Ξεχωρίζει το καμπαναριό με το ρολόι, καμάρι –και δικαίως – της Αναβρυτής, προσφορά των ομογενών από την Αμερική.