Ήρθε η ώρα να μετρήσω τα δώρα μου, τα χριστουγεννιάτικα. Μου προσφέρθηκαν πολλές νέες εμπειρίες στους φετινούς εορτασμούς και το καλύτερο ήταν ότι έκανα πραγματικότητα μια μικρή-μεγάλη μου επιθυμία: να τραγουδήσω τα κάλαντα βράδυ, με το φως του φεγγαριού, τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια, άντε και κανένα φαναράκι, όπως το κάνανε παλιά τα παιδιά στην αγροτική Ελλάδα και όπως το περιγράφανε τα παλιά μας αναγνωστικά, τότε που λέγανε τα κάλαντα το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, μιας που ανήμερα οι άνθρωποι πηγαίνανε στην εκκλησία κι έπειτα είχανε του κόσμου τις ετοιμασίες για το τραπέζι της γιορτής.
Κάτι και η ανάρτηση της αγαπημένης aspaonline για τα δικά τους βραδινά κάλαντα, είχε ανάψει για τα καλά το φυτίλι της επιθυμίας που κόντευε να μου γίνει εμμονή. Άσε που ως παιδί (να και η μεγάλη εξομολόγηση) δεν είχα πει ποτέ τα κάλαντα γιατί στην οικογένειά μας δεν θεωρείτο ευπρεπές ένα κορίτσι να χτυπάει ξένες πόρτες ζητώντας χρήματα! Όμως η καλή μου τύχη θέλησε να μην περάσω από αυτή τη ζωή …ακαλάντιστη. Τρεις-τέσσερεις μέρες πριν την παραμονή έσκασε ένα email από μια φίλη που με προσκαλούσε να συμμετέχω σε μια πατινάδα (τραγουδάμε περπατώντας, όπως παλιά στους γάμους ένα πράγμα) στην Πλάκα με κάλαντα από όλη την Ελλάδα. Και να μην ανησυχώ λέει αν δεν ξέρω τους στίχους γιατί θα είχαμε μαζί μας χαρτιά με τους στίχους. Μικροί-μεγάλοι ευπρόσδεκτοι.
Δεν χρειαζόμουν δεύτερη πρόσκληση. Φόρεσα το πιο ζεστό μπουφάν μου, τα γάντια μου και το κόκκινο σκουφί μου και ζήτησα από τον έφηβο γιο μου να με συνοδέψει. Η πρώτη του αντίδραση δεν ήταν πολύ ενθουσιώδης αλλά υποχώρησε στο ακλόνητο επιχείρημά μου: αυτό ήταν το δώρο που του ζητούσα για τα Χριστούγεννα. Το ραντεβού ήταν στην είσοδο της Πλάκας. Η μικρή αρχικά παρέα σύντομα μεγάλωσε μέχρι που μαζευτήκαμε καμιά σαρανταριά νοματαίοι, οι περισσότεροι ενήλικες, μια μικρή ομάδα εφήβων και ένα μωρό της αγκαλιάς με το σκουφί στο μάρσιπο της μαμάς του. Είχαμε και όργανα: ακορντεόν, μαντολίνο, δυο-τρία τρίγωνα ορχήστρας (που βγάζουν αγγελικό ήχο), ζίλια. Μοιραστήκαμε τις παρτιτούρες όσοι δεν ξέραμε καλά τους στίχους και ξεχυθήκαμε στα στενά. Και εμένα ω! ένας καλός κύριος της μουσικόφιλης παρέας μου εμπιστεύτηκε να κρατάω τον τόνο με ένα από τα υπέροχα τρίγωνα της ορχήστρας. Γκλίν!
Πρώτοι μας αντιλήφθηκαν οι καταστηματάρχες στα εμπορικά της Πλάκας – θα μου πεις δύσκολο να μην σας πάρουν χαμπάρι 40 ανθρώπους που τραγουδούν εν σώματι. Μας ευχήθηκαν, τους ευχηθήκαμε και προχωρήσαμε την ανηφόρα. Ανεβήκαμε σκαλιά και ελικοειδή σοκάκια προς τις πάνω ρούγες, εκεί που τελειώνουν τα μαγαζιά και τα εστιατόρια και έχει μόνο σπίτια μιας άλλης εποχής, άλλα ταπεινά και άλλα αρχοντικά, με φωταγωγημένα παράθυρα και μπαλκόνια. Ο αέρας ήταν ψυχρούτσικος και μύριζε καπνό από τζάκια και ξυλόσομπες. Κάθε τόσο κάναμε στάσεις και τραγουδούσαμε. Σε κάθε στάση η φωνή μου δυνάμωνε και τα χαμόγελα των συν-τραγουδιστών μου φαίνονταν πιο θερμά. Αναζήτησα με το βλέμμα τον γιο μου που είχε φυσιολογικότατα απομακρυνθεί από μένα. Μοιραζόταν μια παρτιτούρα με κάποιους πιο πίσω, τραγουδούσε με θέρμη και τα μάτια του πρόδιδαν ευχαρίστηση. Τον άφησα στην ησυχία του και αφέθηκα σε ένα εσωτερικό ντους ευγνωμοσύνης. Η νύχτα μας είχε πολλά δώρα.
Μια οικογένεια που έκανε ρεβεγιόν άνοιξε το παράθυρο για να ακούσει καλύτερα και να μας ευχηθεί, μια μαμά με τι μικρό της κοριτσάκι άνοιξαν τη πόρτα τους που τη στόλιζε ένα χριστουγεννιάτικο στεφάνι και στάθηκαν όσο κρατάει ένα τραγούδι πριν φύγουν για τη βόλτα τους. Μαζέψαμε ευχές με το τσουβάλι. Στο πιο ψηλό σημείο της διαδρομής το φεγγάρι φώτιζε την Ακρόπολη και το βράχο της ανελέητα όμορφα. Τα είπαμε και μπροστά στην έρημη εκείνη την ώρα αυλή του παλιού Πανεπιστήμιου στη Θόλου. Μάρτυρας μόνος ένας ταξιτζής που περνούσε εκείνη την ώρα με το αμάξι του.
Πήραμε την κατηφόρα προς Μοναστηράκι, πάντα τραγουδώντας. Στις ταβέρνες μια παρέα γιαπωνέζων τουριστών άφησαν τις καρέκλες τους και μας περικύκλωσαν για να μας αποθανατίσουν απ’ όλες τις γωνίες. Μπαίναμε στο εμπορικό κομμάτι της πόλης και ο κόσμος άρχισε πάλι να πυκνώνει. Δίπλα το σταθμό του ηλεκτρικού δώσαμε την τελευταία μας παράσταση. Καλήν εσπέραν άρχοντες… και για πρώτη φορά τα λόγια είχαν νόημα γιατί ήταν πράγματι εσπέρα. Η βραδιά έκλεισε με χειροκρότημα και φιλιά, πολλά φιλιά με τους νέους μας φίλους. Για τη συνέχεια, επιβίβαση για την υποφαινόμενη και τον συνοδό της στο τρένο γιατί μας περίμενε γιορτινό τραπέζι σε φίλους πολύ αγαπημένους. Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να τα πούμε… Να σημειωθεί ότι τα καλαντίσματα ήταν προσφορά προς το φιλοθεάμον κοινό μας, άνευ χρηματικής ανταμοιβής. Έτσι παρέμεινα μια ευπρεπής κόρη. Και του χρόνου! Γκλιν!