Μια συνήθειά μου είναι να μπαίνω αργά-αργά μέσα στη θάλασσα αφήνοντας χρόνο στα διάφορα μέρη του κορμιού μου να συμφιλιωθούν με τη θερμοκρασία του νερού – ναι, σαν τις θειάδες που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια και των οποίων την ηλικία πιθανώς έχω αγγίξει σήμερα.
Τα μπλε του 2020
Αυτήν την ιδιότροπη χρονιά συχνά βρήκα καταφύγιο βαπτίζοντας το σώμα στο νερό της θάλασσας (της Αττικής και της Τήνου) ή στρέφοντας το κεφάλι ψηλά και αφήνοντας το βλέμμα να βοσκήσει ελεύθερο στον ουρανό και ανάμεσα στα σύννεφα.
Μικρός θησαυρός σε μπλε και άσπρο
Στις παραλίες του νησιού μας συμβαίνουν μαγικά πράγματα. Όχι κάθε μέρα όμως. Ούτε τις μέρες που τα περιμένεις με το ντουφέκι να συμβούν. Γιατί όλοι έχουμε κάτι μέρες που λέμε αχ και να μου τύχαινε κάτι ξεχωριστό σήμερα, να κέρδιζα το λαχείο, να γνώριζα τον άντρα/τη γυναίκα της ζωής μου, να έβλεπα ένα διπλό ουράνιο τόξο και δεν συμμαζεύεται. Και τότε όχι μόνο δεν συμβαίνει τίποτα το εντυπωσιακό μα, θαρρείς για να μας εκνευρίσει περισσότερο, δεν συμβαίνει ούτε κάτι τόσο δα μικράκι, κάτι που να χρωματίσει τη μονοτονία της καθημερινότητας, να σπάσει τη γκίνια και να διώξει τη γκρίνια.
Και όσο οι προσδοκίες μεγαλώνουν τόσο οι πιθανότητες να συμβεί κάτι όμορφο ή μάλλον να ανοίξουμε τα μάτια μας για να παρατηρήσουμε το όμορφο που εκτυλίσσεται παραδίπλα, μικραίνουν. Απίστευτο πώς μας ταλαιπωρούν οι προσδοκίες μας, πώς υφαίνουν γύρω μας ένα κουκούλι που απομονώνει και απομακρύνει από τη χαρά και την ικανοποίηση, πώς μας εμποδίζουν να σκεφτούμε προς όφελός μας τελικά.
Ένα απόγευμα λοιπόν που είχα πάει για μπάνιο με τα παιδιά και είχα τιςκλειστές μου κουρδίστηκα και αποφάσισα ξαφνικά ότι για εκείνο μόνο το απόγευμα δεν θα ζητούσα τίποτα από το Θεό-τη φύση-τη μοίρα μου και απλώς θα αφηνόμουν στις αισθήσεις μου να χαρώ το νερό της θάλασσας, τα βοτσαλάκια, τα χρώματα της δύσης.
Αφού έκανα τη βουτιά μου άρχισα να περπατάω πλάι στο κύμα προσηλωμένη στο τρίξιμο που έκαναν τα βοτσσαλάκια κάτω από τις γυμνές μου πατούσες. Κι εκεί που μετρούσα την παραλία με τα βήματά μου κάτι ξεχώρισε ανάμεσα στα πετραδάκια, κάτι μικρό, άσπρο και μπλε, που δεν έμοιαζε να το έχει φτιάξει η φύση αλλά ανθρώπινα χέρια.
Το σήκωσα στα χέρια μου για να το εξετάσω από κοντά. Ήταν ένα μικρό θραύσμα λευκής πορσελάνης με μπλε σχέδια που το κύμα του είχε λειάνει τις αιχμές όπως κάνει με όλα τα πράγματα που συναντάει στο διάβα του. Άραγε από πού είχε έρθει. Από κάποιο εξοχικό ευκατάστατων αστών που δειπνούσαν με λινό τραπεζομάντιλο και σερβίτσιο 12 τεμαχίων με μπλε και άσπρα σχέδια; Από την κούπα του καφέ που χάρισε σε κάποιον φοιτητή η αγαπημένη του; Από την πιατέλα με τα κινέζικα σχέδια που έφερε ένας παππούς στη γυναίκα του από κάποιο ταξίδι όταν άλλοτε μπάρκαρε με τα καράβια;
Φυσικά δεν θα μπορούσα να ξέρω. Ξέρω μόνο πως μου αρέσουν τα χρωματιστά βοτσαλάκια και οι ανθρωπινες ιστορίες. Και πως τη μέρα που δεν ζήτησα τίποτα η θάλασσα μου έστειλε δώρο ένα μικρό ανεκτίμητο θραύσμα της ιστορίας κάποιων άλλων ανθρώπων. Το έχω φυλάξει αυτό το θραύσμα μέσα σ’ ένα διάφανο πουγγί, σε μια γωνιά του ταξιδιωτικού μου νεσεσέρ, δίπλα στις κρέμες, το καθρεφτάκι και τη λίμα για τα νύχια. Συνήθως χάνεται κάτω από το σωρό των μικροπραγμάτων που γεμίζουν το παραφουσκωμένο τσαντάκι. Όταν όμως αδειάζω το περιεχόμενό του για να αναζητήσω κάτι χρήσιμο, τότε ξεπηδάει θυμίζοντας μου ότι κάτι ξεχωριστό κρύβεται ανάμεσα στα υπάρχοντά μου.
Αυτό το καλοκαίρι
“Ξέρεις μαμά, δεν με πείραξε καθόλου που ξέχασα να πάρω τη μάσκα μου στο πάρτι που έγινε στην παραλία. Έμαθα να κρατάω την αναπνοή μου κάτω από το νερό γιατί η Α μου ζητούσε συνέχεια να την ανεβάζω στους ώμους μου για να κάνει βουτιές. Ξέρεις μαμά, είναι ωραίο να ανεβαίνει ένα κορίτσι πάνω στους ώμους σου”.
Ξέρω γιε μου, αν κι έχει καιρό να με ανεβάσει κάποιο αγόρι στους δικούς του δυνατούς ώμους (γιατί πρέπει και ν’ αντέχουν). Ξέρω πως έκλεισες τα δώδεκα και περπατάς στα δεκατρία, πως ετοιμάζεσαι το Σεπτέμβρη να πας στην πρώτη γυμνασίου, και πως ανακάλυψες πόσο συγκλονιστικά απαλό είναι μέσα στο νερό το δέρμα ενός κοριτσιού που σε αγγίζει τάχαμου αθώα για να σκαρφαλώσει στην πλάτη σου και να πηδήξει στο νερό, ξανά και ξανά. Η άνωση σε βοηθάει να νιώσεις ένας μικρός Ηρακλής για να σηκώσεις ξανά και ξανά το πιο γλυκό βάρος του κόσμου. Σταματώ εδώ γιατί αρχίζω να γίνομαι γλυκανάλατη. Όμως ο έρωτας σε όλες τις εκφάνσεις του δεν παύει ποτέ να με συγκινεί – τ’ ομολογώ!
Μεγάλη επιτυχία εκείνο το πάρτι στην αμμουδιά, ώρες ατελείωτες μπαίνατε-βγαίνατε στη θάλασσα, βουτάγατε, γελάγατε, πιτσιλούσατε ο ένας τον άλλον, αγόρια και κορίτσια. Μετά ορμήσατε στην τούρτα των γενεθλίων και ύστερα, νύχτα πια, μετρούσατε τα’ αστέρια ξαπλωμένοι στις ψάθες, κάνατε εξερεύνηση με τους φακούς, κι εμείς οι μεγάλοι αργοπίναμε μπύρες ακούγοντας τα γελάκια σας άλλοτε κακαριστά και άλλοτε πνιχτά, συνωμοτικά. Κι όταν σου είπα να ετοιμαστούμε για την επιστροφή με έριξες ψιθυρίζοντάς μου “Όχι ακόμα μαμά. Αυτό είναι το τελευταίο πάρτι. Θέλω να φύγουμε τελευταίοι αυτή τη φορά. Μετά θα πάμε γυμνάσιο. Άσε με να χαρώ τους φίλους μου. Θέλω να τους απομνημονεύσω (!!!) Σε παρακαλώ!”
Αν κάποιοι φίλοι σας φεύγουν μακριά αυτήν τη σχολική χρονιά, μην στενοχωριέστε. Απλώς, φροντίστε να τους «απομνημονεύσετε» και οι αναμνήσεις θα ζεστάνουν την καρδιά σας! Καλό Σεπτέμβρη! Και καλό γυμνάσιο στους ομοιοπαθείς!