Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι

Ο Ντόριαν Γκρέι είναι νέος της καλής κοινωνίας του Λονδίνου της βικτωριανής εποχής. Κληρονομεί χρήματα και μια εκπληκτική ομορφιά από τη μητέρα του που πεθαίνει πολύ νέα. Το κάλλος συνοδεύεται από μια επίσης γοητευτική προσωπικότητα. Γίνεται η έμπνευση και ο έρωτας του ζωγράφου Μπασίλ Χόλγουορντ ο οποίος του φιλοτεχνεί και το πορτρέτο. Μέσα από τον θαυμασμό του ζωγράφου ο Ντόριαν ανακαλύπτει τη θεϊκότητα της ομορφιάς του και εύχεται να μην τη χάσει ποτέ και η φθορά της νιότης του να συμβαίνει μονάχα στον πίνακα-πορτρέτο του. Όπερ και εγένετο. Παράλληλα ο Ντόριαν γνωρίζει τον φίλο του ζωγράφου Λόρδο Χένρι (alter ego του Όσκαρ Ουάιλντ) που έχει κυνικές και ηδονοθηρικές απόψεις για τη ζωή και ο νεαρός αφήνεται στην επιρροή του. Ο Λόρδος Χέρι γίνεται μέντορας του Ντόριαν και ο τελευταίος γεύεται χωρίς φραγμούς ηδονές, κραιπάλες, παράνομες ουσίες και οδηγείται σε μια σειρά από ειδεχθείς πράξεις φθάνοντας στον φόνο. Ωστόσο, ο περίγυρός του δεν μαθαίνει τίποτα από αυτά· το αγγελικό πρόσωπο του Ντόριαν δεν μαρτυρά το ηθικό ποιόν του, η σήψη της ψυχής του αποτυπώνεται όλη στο πορτρέτο που σκληραίνει στην όψη, γερνάει, ματώνει.dorian_gray

Τι να πω για ένα έργο που γράφτηκε πριν από εκατόν τόσα χρόνια και με κρατάει ξύπνια το βράδυ μέχρι να το τελειώσω; Όσο ο Ντόριαν περιπλανιόταν από ηδονή σε ηδονή διαφθείροντας ή οδηγώντας στην τρέλα ή τον θάνατο όσους είχαν την ατυχία να γοητευτούν από εκείνον, ως αναγνώστης ζούσα μια διαρκή αγωνία αν τελικά τον τσακώσουν και τον καταδικάσουν για τα κρίματά του. Όμως είναι ένας «κακός» ήρωας, εξαχρειώνει, καταστρέφει, δολοφονεί. Γιατί να αγωνιώ για το άτομό του; Μήπως εντέλει ο Ουάιλντ κατόρθωσε να με κάνει να τον συμπαθήσω; Μήπως χάιδεψε τη μύχια επιθυμία μου να ρουφάω τις χαρές της ζωής χωρίς συνέπειες και χωρίς δεύτερες σκέψεις αν βλάπτω κανέναν άλλον; Ο Όσκαρ Ουάιλντ σαν συγγραφέας σε ταρακουνάει, σε βάζει να αναρωτηθείς για την αξία της ηθικής και τη θέση της στη ζωή μας – μήπως τελικά δεν τη χρειαζόμαστε; Και στο τέλος, αφού αμφισβητήσει όλες τις νόρμες, αποκαθιστά την ηθική τάξη των πραγμάτων οδηγώντας τον πρωταγωνιστή στην αυτοκτονία. Μέσα σε όλα αυτά, οι 297 σελίδες του μυθιστορήματος βρίθουν από ευφυή τσιτάτα του Ουάιλντ για τους ανθρώπους και τη ζωή, από αυτά που συναντάς σε κάθε «γνωμικολόγιο» που σέβεται τον εαυτό του.

Αυτά τα λίγα σε μια πρώτη ανάγνωση, ψίχουλα δηλαδή. Ξέρω πως χωράνε πολλές ακόμα αναγνώσεις. Σε πρώτη φάση νιώθω απλώς ότι διάβασα κάτι συναρπαστικό που πιλατεύει τη σκέψη μου και οξύνει το αναγνωστικό μου αισθητήριο. Νιώθω τυχερή γι’ αυτή τη βουτιά στους κλασσικούς που κάνω στη λέσχη ανάγνωσης. Παίρνω τη δροσιά της βουτιάς και αργότερα, αν το επιθυμήσω, θα καταδυθώ σε μεγαλύτερα βάθη.

Συνεχίστε την ανάγνωση

Η Αρουντάτι κι εγώ

Πριν από ένα μήνα έκανα πραγματικότητα μια μκρή μου επιθυμία: έγινα μέλος μιας λέσχης ανάγνωσης (book club, αγγλιστί). Τελευταίως είχα παραμελήσει την ανάγκη μου για διάβασμα και είχα περιοριστεί κυρίως σε αναγνώσματα που είχαν σχέση με τη δουλειά μου. Η πειθαρχία του να ολοκληρώνεις ένα βιβλίο σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, που απαιτείται σε μια τέτοια λέσχη, αναζωογόνησε τα ανακλαστικά μου ως αναγνώστριας.

Το πρώτο βιβλίο που επιλέχθηκε από την επαρκέστατη συντονίστριά μας, το όνομα της οποίας δεν πρόκειται να αποκαλύψω ακόμα, ήταν μια προσωπική πρόκληση για μένα: Ο θεός των μικρών πραγμάτων, της Ινδής Αρουντάτι Ρόι, βραβείο Booker το 1997. Και η πρόκληση έχει να κάνει με το γεγονός ότι ήταν ένα από τα (τρία;) βιβλία που έχω ξεκινήσει στη ζωή μου χωρίς να τα τελειώσω… Για την ακρίβεια το παράτησα στις πρώτες 20 σελίδες.  Αυτό συνέβη το 1997. Είχα βρει ζόρικο τότε, και το θέμα που πραγματευόταν και τον τρόπο γραφής που ήταν κάπως ελλειπτικός και μου ξεγλιστρούσε… Εξάλλου ο πόνος ήταν κάτι που ήθελα να αποφύγω, ακόμα και μέσα στα βιβλία. Κύλησε ο καιρός και ένα διαζύγιο και ένα παιδί αργότερα, το βιβλίο επανεμφανίζεται στο δρόμο μου. Αυτή τη φορά όμοως είμαι αποφασισμένη. Δεν χρειάστηκε όμως να προσπαθήσω πολύ. Από τη στιγμή που άφησα πίσω μου τις πρώτες γνώριμες σκηνές και προχώρησα παραπέρα, το βιβλίο μου παραδόθηκε άνευ όρων και του παραδόθηκα κι εγώ. Όπως δυο εραστές που δεν τα βρίσκουν στις πρώτη τους συνάντηση και όταν ξανασυναντιώνται μετά από χρονια ερωτεύονται παράφορα ο ένας τον άλλον…

Τι λέει όμως η Αρουντάτι;  Διηγείται το χρονικό του τραγικού και αναπάντεχου θανάτου ενός μικρού κοριτσιού σε μια κωμόπολη της Ινδίας στη δεκαετία του 1970. Ποιος άραγε ευθύνεται για το θάνατό της; Ακούμε την ιστορία μέσα από τη διήγηση των δύο διδύμων εξαδέλφων του μοιραίου κοριτσιού. Ο έρωτας ανάμεσα σε μια “Καθαρή” γυναίκα ανώτερης κάστας που μεγαλώνει μόνη τα παιδιά της επειδή ο άνδρας της τους έχει εγκαταλείψει και έναν “Άθικτο” άνδρα, κόντρα στις ταξικές διαφορές και τις δομές που ορίζουν οι κάστες, καθορίζει και στοιχειώνει την ιστορία μας.

Με κέρδισε επειδή μιλάει για δυνατά ανθρώπινα συναισθήματα, god_of_small_thingsξεχειλίζει μάλιστα από αυτά, χωρίς να γίνεται μελοδραματικό ούτε κουραστικό. Με αφορμή έναν τραγικό θάνατο μιλάει για τον φόβο, που τον ονοματίζει και τρόμο  μερικές φορές, για την αγάπη και για την σκληρότητα της πορείας προς την ωριμότητα και την ενηλικίωση. Μιλάει για γνώριμες παιδικές πληγές που φέρουμε οι περισσότεροι από εμάς εντός μας. Και όλα αυτά σε ένα σύμπαν μαγικού ρεαλισμού, με μια γραφή ποιητική, ελλειπτική, άλλοτε γλαφυρή και άλλοτε κοφτή, στακάτο, ανάλογα με το πως προστάζουν οι συνθήκες. Ο τρόπος της γραφής της ακολουθεί τη ροή των συναισθημάτων της  και με συνεπήρε τη δεύτερη φορά επειδή δεν του αντιστάθηκα, αφέθηκα να ακούσω και τα δικά της συνασσθήματα και εκείνα που εξ αντανακλάσεως γεννιόντουσαν μέσα μου. Και εβδομάδες αργότερα, συνεχίζω να το φέρω μέσα μου.

“Μα τη φορά αυτή δεν κρατήθηκε. Δεν του είπε λέξη. Όχι, μέχρι που τον κυρίεψε ο Τρόμος. Όχι ωσότου είδε, τη μια νύχτα μετά την άλλη τη μικρή βάρκα με τα κουπιά να περνάει το ποτάμι. Όχι ώσπου την είδε να ξαναφεύγει την αυγή.

Όχι μέχρις ότου δει τι είχε αγγίξει ο Άθικτος γιος του. Και δεν είχε αγγίξει απλώς.

Είχε μπει μέσα.

Είχε αγαπήσει.”

Συνεχίστε την ανάγνωση