Προλαβαίνω μόνο να σε κεράσω ένα ποτήρι ζεστό κόκκινο κρασί με κανέλα και φλούδα μανταρίνι.
Τα τρία μαγικά πλάσματα
Εκείνη την ημέρα το απογευματινό φως του ήλιου περνούσε λες από κάτι αόρατα φίλτρα και χρωμάτιζε αλλιώτικα ό,τι έβλεπα. Απλώς διέσχιζα με το αυτοκίνητο τη Λεωφόρο Πεντέλης σε μια συνηθισμένη διαδρομή και θα έβαζα την οδήγηση στον «αυτόματο» αλλά η τύχη και η ιδιοτροπία του ανοιξιάτικου ήλιου να πέφτει σαν προβολέας σε ό,τι άγγιζε μου έφεραν τρία μαγικά συναπαντήματα.
Σταματώ στο φανάρι για τους πεζούς και να το πρώτο. Γιαγιά συνοδεύει εγγονή επτά-οχτώ χρονών με μικρό σακίδιο – μελισσούλα στην πλάτη. Τι να έχει άραγε μέσα; Βιβλία αγγλικών, πουέντ για το μπαλέτο ή απλώς τα απαραίτητα για την επίσκεψη της δεσποινίδος στο σουπερμάρκετ της γειτονιάς; Η μικρή διασχίζει τη διάβαση χοροπηδώντας ανάλαφρα και σαλεύουν οι κεραίες, αναπηδάνε μπροστά στα μάτια μου και οι κίτρινες και πορτοκαλί ρίγες. Έτοιμες να πετάξουν είναι, μέλισσα και κορίτσι.
Στο επόμενο φανάρι παππούς κρατάει σφιχτά από το χεράκι δίχρονο πιτσιρίκο με μεγάλα μάτια γεμάτα περιέργεια. Ο παππούς έχει περασμένη στον ώμο διάφανη πλαστική τσάντα με αυτοκινητάκια, φτυαράκια και άλλα παραφερνάλια. Τους κόβω να επιστρέφουν από την παιδική χαρά ή το πάρκο. Τα μικρά παπουτσάκια τρέχουν γρήγορα το ένα μπροστά από το άλλο για να προλάβουν τα βήματα του παππού και το πράσινο φανάρι για τους πεζούς. Το ελεύθερο χεράκι κρατάει ένα στρογγυλό κέικ που γεμίζει τη μικρή παλάμη και προσπαθεί να το μπουκώσει ολόκληρο στο στόμα.
Έχω φτάσει πια στον προορισμό μου και παρκάρω σε έναν ήσυχο δρόμο προαστίου. Εκεί με συναντά το τρίτο μαγικό πλάσμα. Νεαρή μαμά με φαρδιά ροζ παντελόνα και ασορτί ζακέτα τρέχει πίσω από ένα ποδηλατάκι με εξάχρονη αναβάτιδα με λαμπερό ροζ κράνος που έχει βάλει φτερά στα πόδια της και διασχίζει κάθετα το δρόμο. Πετάει η αλογουρά της μαμάς, πετάνε και τα πόδια της μικρής στα πετάλια. Ήρθε πια η άνοιξη στην πόλη.