26 Οκτωβρίου γιόρταζε ο παππούς ο Μήτσος.
Ο Μητσάκος για τη γιαγιά μου.
ΟΜήτσος που έφτιαχνε ρυζάλευρο στο μύλο του καφέ για το γαλακτομπούρεκο της αγαπημένης του γυναίκας.
26 Οκτωβρίου γιόρταζε ο παππούς ο Μήτσος.
Ο Μητσάκος για τη γιαγιά μου.
ΟΜήτσος που έφτιαχνε ρυζάλευρο στο μύλο του καφέ για το γαλακτομπούρεκο της αγαπημένης του γυναίκας.
Τον Απρίλιο που μας πέρασε έκανα ένα ακόμα πέρασμα από το αγαπημένο Ναύπλιο, τη γενέθλια πόλη της πατρική μου γιαγιάς. Μόνο που αυτό το ταξίδι ήταν διαφορετικό από τα προηγούμενα. Αυτό ήταν ένα ταξίδι αποχαιρετισμού. Ο τελευταίος άνθρωπος που με συνέδεε με αυτήν την πόλη, η θεία Γιαννούλα έπαθε βαρύ εγκεφαλικό και το ένστικτο και η λογική μου συμφωνούσαν ότι αυτή θα ήταν πιθανότατα η τελευταία φορά που θα την έβλεπα ζωντανή. Ξεκινώντας από την Αθήνα με συνόδευαν ανάμεικτα συναισθήματα, επιθυμίας και φόβου για το εγχείρημά μου.
Η τύχη μου πρόσφερε μια ολόλαμπρη ανοιξιάτικη ημέρα για το ταξίδι. Ξεκίνησα νωρίς και εννιά η ώρα το πρωί βρισκόμουν ήδη στο Ναύπλιο. Ήμουν προετοιμασμένη για τα χειρότερα. Η ηλικιωμένη με τη λευκή νυχτικιά που αντίκρισα στο κρεβάτι δεν είχε βεβαίως καμία σχέση με τη ζωηρή, θαλερή θεία των 89 καλοκαιριών που είχα επισκεφθεί πέρυσι. Εμπρός μου είχα ένα πολύ φιλικό φάντασμα, με χέρια και πόδια αδύνατα σαν σπουργιτιού. Μόνο τα μάτια θυμίζανε κάτι από τον παλιό της εαυτό τις στιγμές που είχε επαφή με την πραγματικότητα. Με τα μάτια κυρίως μιλήσαμε όση ώρα ήμουν εκεί συν λίγες σκόρπιες κουβέντες που με δυσκολία άρθρωνε. Της κράτησα το χέρι και της είπα τα νέα τα δικά μου, του παιδιού μου, της υπόλοιπης οικογένειας. Τα καλά νέα. Τα υπόλοιπα τα κράτησα για άλλους. Με τη βοήθεια μιας δικής της συγγένισσας που τη φρόντιζε είδαμε παρέα ένα κουτί με παλιές φωτογραφίες. Μου έδειχνε με το δάχτυλο χαμογελώντας τον εαυτό της νέο, τον μπαμπά μου, τη γιαγιά μου και τα αδέλφια της σε άλλες εποχές, τον προπάππο και την προγιαγιά μου. Έμεινα εκεί μέχρι που βυθίστηκε σε ύπνο-λήθαργο.
Όταν εγκατέλειψα το σκιερό διαμέρισμα και βγήκα έξω στο φως ένιωθα να έχω βαρύνει σαν σφουγγάρι που το έχεις μόλις βυθίσει στο νερό. Είχα ανάγκη κάποιος να με στύψει, να βγει όλο το νερό από μέσα μου. Έκλαψα χωρίς προσπάθεια για αρκετή ώρα, για τη θεία Γιαννούλα, για μένα, για όλες τις μικρές και μεγάλες μου απώλειες, για το παρελθόν που χανόταν δια παντός. Κι έπειτα αφέθηκα με όλες μου τις αισθήσεις στον ήλιο που χάριζε γενναιόδωρα κύματα φωτός και ζεστασιάς εκείνη την ημέρα. Ο ήλιος είναι γιατρικό. Το περπάτημα και η καλή παρέα επίσης. Είχα και τα τρία. Αφιέρωσα λοιπόν την υπόλοιπη ημέρα μου σε ένα ευδαιμονικό περπάτημα στην πόλη που αγαπώ.
Περιπλανήθηκα χωρίς σκοπό στα στενά της παλιάς πόλης με ένα παγωτό χωνάκι στο χέρι από τον Ιταλό με την ξακουστή τζελατέρια. Κάποια στιγμή τα βήματα μου με έφεραν σε ένα σανδαλοποιείο. Αλήθεια, ξέρατε ότι ο Ναυπλιώτης προπάππος μου ήταν σανδαλοποιός; Η γιαγιά μου είχε διηγηθεί ότι στο ισόγειο του δίπατου σπιτιού τους ο πατέρας της είχε οικοτεχνία που έφτιαχνε σανδάλια, παντόφλες και παπούτσια καθημερινής χρήσης με τα οποία προμήθευε τα γύρω χωριά. Πέθανε όμως νωρίς, ήρθε και πόλεμος και χάθηκε η δουλειά. Όπως και να έχει εγώ αγόρασα ένα ζευγάρι σανδάλια από τον νέο σανδαλοποιό και έκανα ένα νοερό μνημόσυνο στον μακρινό παππού που δεν γνώρισα. Αποδείχθηκαν εξαιρετικά άνετα και δεν τα έβγαλα από τα πόδια μου ολόκληρο το καλοκαίρι. Ελπίζω να με συντροφεύσουν πολλά καλοκαίρια ακόμα.
Πήρα μεσημεριανό ουζάκι με μεζέ στην πλατεία Συντάγματος που με έστειλε κατευθείαν για σιέστα. Το απόγευμα περπάτησα το λιμάνι και μετά χώθηκα στο χειμωνιάτικο σινεμά του Ναυπλίου με την τεράστια ξύλινη επικλινή οροφή που υψώνεται προστατευτικά από πάνω δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεσαι σε ένα μεγάλο, ζεστό αχυρώνα. Παρακολούθησα μια κωμωδία- βάλσαμο και μετά …όνειρα γλυκά. Το επόμενο πρωί, πριν φύγω από την πόλη, το αφιέρωσα στο γύρο της Αρβανιτιάς, κλασσικό αγαπημένο της θείας Γιαννούλας. Αυτή τη φορά όμως έκανα έναν νεωτερισμό, ανέβηκα μέχρι το παλιό Ξενία – νυν Nafplia Palace και ρούφηξα τη ζωγραφιστή θέα στο Μπούρτζι συν ένα ποτήρι κρασί, στη βεράντα με τα φερ-φορζέ του ‘70.
Είχε πολύ φως αυτή η εικοσιτετράωρη περιήγηση στο Ναύπλιο. Αρκετό για να διαλύσει το φόβο και το σκοτάδι του θανάτου που παραμόνευε στο πίσω μέρος του μυαλού μου στη διάρκεια του ταξιδιού. Αρκετό για να συνεχίσω να ελίσσομαι ανάμεσα στις απαιτήσεις και τις μικρές στενοχώριες της καθημερινότητας.
Η θεία Γιαννούλα δεν ζει πια εδώ, ανάμεσά μας, δυο ώρες δρόμο από την Αθήνα. Η θεία Γιαννούλα πέθανε προς το τέλος του Οκτωβρίου. Την ημέρα της γιορτής μου, 8 Νοεμβρίου, πήρα πολλά τηλεφωνήματα από φίλους με πολλή αγάπη και τους είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Όμως μου έλειψε το δικό της τηλεφώνημα. Πρωινό-πρωινό, ήταν το πρώτο της ημέρας. Με τη στεντόρεια φωνή της, μεγεθυμένη, λόγω της χρήσης ακουστικού βαρηκοΐας. Ήταν βαρήκοη εδώ και 30 χρόνια αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να σφύζει από ζωντάνια, να περπατάει όλο το Ναύπλιο με τα πόδια, να συμμετέχει σε παρέες και γιορτές, να φτιάχνει γλυκά για τους άλλους – η ίδια δεν έτρωγε λόγω του διαβήτη που είχε από νέα – να σηκώνει τα μανίκια για να βοηθήσει όσους είχαν την ανάγκη της, να επισκέπτεται με το ΚΤΕΛ τις φιλενάδες της σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Με πόνεσε που δεν ήρθε αυτό το τηλεφώνημα. Με έκανε να συνειδητοποιήσω την αμετάκλητη απώλεια της θείας μου και της παιδικής μου ηλικίας. Με πονάει που όσο μεγαλώνουμε η ζωή φτωχαίνει από αυτούς που αγαπάμε – μεγάλη κοινοτοπία που αποδεικνύεται οδυνηρά αληθινή μετά τα σαράντα. Είναι ωστόσο μια υπενθύμιση για να ανοίξω πιο γενναιόδωρα την αγκαλιά μου στους ζωντανούς που με περιβάλλουν, να τους κανακέψω περισσότερο. Μήπως να ανοίξω λιγάκι παραπάνω για να χωρέσουν και τίποτα καινούριοι; Αν είναι καλοί, σίγουρα χωράνε.
Σημείωση για τον αναγνώστη που δεν βαρέθηκε να φτάσει μέχρι εδώ: η αγαπημένη μου θεία Γιαννούλα δεν ήταν βιολογική μου θεία. Υιοθετήθηκε από τον αδελφό της γιαγιάς μου και τη γυναίκα του επειδή οι ίδιοι δεν μπορούσαν να αποκτήσουν παιδιά.
Τρεις πόλεις-σταθμοί: Ναύπλιο, Αθήνα, Σικάγο. Τρεις αδερφές: Η Ιουλία, η Αγγελική (η γιαγιά μου) και η Μαρίκα. Η Μαρίκα παντρεύτηκε έναν Ελληνοαμερικανό παντοπώλη και έμεινε για πάντα στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Σικάγο. Η φωτογραφία αυτή τραβήχτηκε στην Αθήνα, όταν η Μαρίκα επισκέφτηκε το 1960 για πρώτη και τελευταία φορά μετά το γάμο της την Ελλάδα. Έφτασε στα δικά μου χέρια μέσω της εξαδέλφης μου που ζει στο Σικάγο. Ένα από τα καλά του Facebook και του διαδικτύου. Της την είχε κάνει δώρο η θεία μας από την Αθήνα. Κι έτσι έκανε τον μικρό της κύκλο πριν φτάσει και στα δικά μου χέρια. Αγαπώ πολύ αυτό το κλαδί της οικογένειάς μου, το αμερικανικό. Πάντοτε πήγαιναν και ερχόντουσαν ευχετήριες κάρτες και φωτογραφίες εκατέρωθεν του Ατλαντικού όμως μετά το ’89 που άρχισαν να καταφτάνουν ένα-ένα τα ξαδέλφια μου, όλα τους γελαστά παιδιά, για να γνωρίσουν τις ρίζες τους στην Ελλάδα, οι καρδιές ζεστάθηκαν περισσότερο. Κι όταν τους επισκέφτηκα κι εγώ με τη σειρά μου το 1996 ήταν πια σαν να είχαμε ζήσει μαζί από πάντα. Η φιλοξενία των θείων ήταν ιδιαίτερα θερμή και έδωσε στη συγγένειά μας τη σφραγίδα της οικειότητας που έχουν οι δεσμοί με αυτούς που ζουν στην ίδια γειτονιά ή την ίδια πόλη με εσένα. Γνωρίζοντας από κοντά τα δεύτερα ξαδέρφια μου εξ Αμερικής απέκτησα μια διευρυμένη οικογένεια πολύ σημαντική για μένα που είχα μεγαλώσει ανάμεσα σε δυο γονείς – μοναχοπαίδια (τι ειρωνεία της τύχης κι αυτή!) Εικοσιπέντε και χρόνια αργότερα διατηρούμε μια τρυφερή σχέση μεταξύ μας.
Οι τρεις αδελφές της φωτογραφίας δεν ζουν πια, όμως ζει και βασιλεύει το κοριτσάκι της φωτογραφίας, μια ακμαιότατη εξηντάρα, αγαπημένη μου θεία στην Αθήνα καθώς και ο νεαρός φαντάρος, ο θείος μου στο Σικάγο με τη γυναίκα του και μεγάλη φαμίλια, τέσσερα παιδιά και τρία εγγόνια. Εφαρμόζω διετές οικονομικό πλάνο για να κατορθώσω να ταξιδέψω στην Αμερική με τον γιο μου, να γνωρίσει κι αυτός με τη σειρά του θείους και ξαδέλφια και να φτιάξει, ελπίζω, τους δικούς του δεσμούς αγάπης. Σε όσους μοιραστήκαμε αυτό το κομματάκι οικογενειακής ιστορίας εύχομαι το 2015 να δυναμώσει τους σημαντικούς δεσμούς της ζωής μας και να φέρει κι άλλους, καινούριους, εξίσου δυνατούς και τρυφερούς. Καλή χρονιά σας!