26 Οκτωβρίου γιόρταζε ο παππούς ο Μήτσος.
Ο Μητσάκος για τη γιαγιά μου.
ΟΜήτσος που έφτιαχνε ρυζάλευρο στο μύλο του καφέ για το γαλακτομπούρεκο της αγαπημένης του γυναίκας.
26 Οκτωβρίου γιόρταζε ο παππούς ο Μήτσος.
Ο Μητσάκος για τη γιαγιά μου.
ΟΜήτσος που έφτιαχνε ρυζάλευρο στο μύλο του καφέ για το γαλακτομπούρεκο της αγαπημένης του γυναίκας.
Των Αρχαγγέλων σήμερα και γιορτάζω! Από το όνομα της γιαγιά Κικής (από τον μπαμπά) που όμως δεν γιόρταζε το όνομά της σήμερα αλλά του Ευαγγελισμού σαν γνήσια Πελοποννήσια.
Περίεργη γεύση είχε ετούτο το Πάσχα. Τελευταία στιγμή άρπαξα ένα λευκό κερί από το παγκάρι της μικρής μας εκκλησίας κι έτσι γνώρισα και τους τρεις φύλακες άγγελούς της, τα τρία παιδιά που τη φροντίζουν και τη συντηρούν: τον Πέτρο, τον Τάκη και τη Δέσποινα – όλοι τους άνω των 70. Δύο μήνες πριν το φετινό Πάσχα έχασα για πάνα τον πατέρα μου. Ανήμερα πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, συνόδεψα έναν φίλο στην τελευταία του κατοικία, ένα κοιμητήριο των προαστίων. Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου πήγα στη λειτουργία της Ανάστασης με ελαφρώς σαρκαστική διάθεση – τι «θανάτω θάνατον πατήσας», εγώ χάνω τους δικούς μου σαν τις μύγες!
Μου έλειψε η παιδιάστικη χαρά στο πρόσωπο του πατέρα μου κάθε φορά χρονιά την ώρα που ο παπάς έλεγε το πρώτο «Χριστός ανέστη»! Ο μπαμπάς μου ήταν μοναχογιός μιας γλυκιάς και θρησκευόμενης μητέρας. Η γιαγιά Κική από την οποία πήρα το όνομά μου ήταν γυναίκα της Εκκλησίας χωρίς κανένα από τα αρνητικά σημαινόμενα που έχει φορτωθεί αυτός ο χαρακτηρισμός. Ζούσε ακολουθώντας πιστά τις χριστιανικές διδαχές «Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν» και «Ο έχων δύο χιτώνες να δίνει τον έναν». Φρόντιζε για τους «φτωχούς» και τους κατατρεγμένους της γειτονιάς της από τη μικρή σύνταξη που της αναλογούσε και από το μεγάλο περίσσευμα της καρδιάς της και μιλούσε με ένα μείγμα τρυφερότητας και κατανόησης για εκείνους «τους καημένους που είχαν χάσει το δρόμο τους». Η γιαγιά μου λοιπόν επέμενε κάθε χρόνο να μου αγοράζει λαμπάδα «για το καλό» παρόλο που ήξερε ότι μου έφερνε λαμπάδα και η νονά μου (εννοείται!) η οποία ήταν και αγαπημένη της ανιψιά. Έτσι είχα κάθε χρόνο είχα δύο λαμπάδες που τις καμάρωνα πρώτα για μέρες στα κουτιά τους και μετά τις έκαιγα και τις δύο, μία στον Επιτάφιο (διάλεγα τη λιγότερο λιμπιστερή) και μία στην Ανάσταση. Πάνε χρόνια που κανείς δεν μου χαρίζει πια λαμπάδα στην Ανάσταση, ωστόσο από καιρού εις καιρόν χαρίζω εγώ στον εαυτό μου μία – τις χρονιές που νιώθω μεγαλύτερη τρυφερότητα προς το άτομό μου!
Στο λαμπριάτικο τραπέζι φέτος μας φιλοξένησαν μια αγαπημένη θεία με τον άντρα της που κατάγονται από την Τήνο. Ωστόσο οι γονείς της θείας μου είχαν ζήσει πολλά χρόνια στην Πόλη (πριν την καταστροφή του ’22) και είχανε φέρει μαζί τους από εκεί ιδιαίτερα έθιμα και συνήθειες. Ανάμεσα λοιπόν στο αρνάκι και το γαλακτομπούρεκο η θεία μου διηγήθηκε πως οι Έλληνες της Πόλης συνήθιζαν να τρώνε το αναστάσιμο δείπνο πριν τη βραδινή λειτουργία και όταν πια επέστρεφαν στα σπίτια τους με το άγιο φως τσούγκριζαν κόκκινα αυγά και σερβίριζαν μόνον τσάι με γλυκά. Του χρόνου λέω να υιοθετήσω αυτή τη γλυκιά συνήθεια μιας που έχω γίνει πολύ πρωινό πουλί και τα μεταμεσονύχτια δείπνα της παράδοσης μου πέφτουν βαριά!
Σας φιλώ γλυκά, Χριστός ανέστη και καλή άνοιξη!
Τον Απρίλιο που μας πέρασε έκανα ένα ακόμα πέρασμα από το αγαπημένο Ναύπλιο, τη γενέθλια πόλη της πατρική μου γιαγιάς. Μόνο που αυτό το ταξίδι ήταν διαφορετικό από τα προηγούμενα. Αυτό ήταν ένα ταξίδι αποχαιρετισμού. Ο τελευταίος άνθρωπος που με συνέδεε με αυτήν την πόλη, η θεία Γιαννούλα έπαθε βαρύ εγκεφαλικό και το ένστικτο και η λογική μου συμφωνούσαν ότι αυτή θα ήταν πιθανότατα η τελευταία φορά που θα την έβλεπα ζωντανή. Ξεκινώντας από την Αθήνα με συνόδευαν ανάμεικτα συναισθήματα, επιθυμίας και φόβου για το εγχείρημά μου.
Η τύχη μου πρόσφερε μια ολόλαμπρη ανοιξιάτικη ημέρα για το ταξίδι. Ξεκίνησα νωρίς και εννιά η ώρα το πρωί βρισκόμουν ήδη στο Ναύπλιο. Ήμουν προετοιμασμένη για τα χειρότερα. Η ηλικιωμένη με τη λευκή νυχτικιά που αντίκρισα στο κρεβάτι δεν είχε βεβαίως καμία σχέση με τη ζωηρή, θαλερή θεία των 89 καλοκαιριών που είχα επισκεφθεί πέρυσι. Εμπρός μου είχα ένα πολύ φιλικό φάντασμα, με χέρια και πόδια αδύνατα σαν σπουργιτιού. Μόνο τα μάτια θυμίζανε κάτι από τον παλιό της εαυτό τις στιγμές που είχε επαφή με την πραγματικότητα. Με τα μάτια κυρίως μιλήσαμε όση ώρα ήμουν εκεί συν λίγες σκόρπιες κουβέντες που με δυσκολία άρθρωνε. Της κράτησα το χέρι και της είπα τα νέα τα δικά μου, του παιδιού μου, της υπόλοιπης οικογένειας. Τα καλά νέα. Τα υπόλοιπα τα κράτησα για άλλους. Με τη βοήθεια μιας δικής της συγγένισσας που τη φρόντιζε είδαμε παρέα ένα κουτί με παλιές φωτογραφίες. Μου έδειχνε με το δάχτυλο χαμογελώντας τον εαυτό της νέο, τον μπαμπά μου, τη γιαγιά μου και τα αδέλφια της σε άλλες εποχές, τον προπάππο και την προγιαγιά μου. Έμεινα εκεί μέχρι που βυθίστηκε σε ύπνο-λήθαργο.
Όταν εγκατέλειψα το σκιερό διαμέρισμα και βγήκα έξω στο φως ένιωθα να έχω βαρύνει σαν σφουγγάρι που το έχεις μόλις βυθίσει στο νερό. Είχα ανάγκη κάποιος να με στύψει, να βγει όλο το νερό από μέσα μου. Έκλαψα χωρίς προσπάθεια για αρκετή ώρα, για τη θεία Γιαννούλα, για μένα, για όλες τις μικρές και μεγάλες μου απώλειες, για το παρελθόν που χανόταν δια παντός. Κι έπειτα αφέθηκα με όλες μου τις αισθήσεις στον ήλιο που χάριζε γενναιόδωρα κύματα φωτός και ζεστασιάς εκείνη την ημέρα. Ο ήλιος είναι γιατρικό. Το περπάτημα και η καλή παρέα επίσης. Είχα και τα τρία. Αφιέρωσα λοιπόν την υπόλοιπη ημέρα μου σε ένα ευδαιμονικό περπάτημα στην πόλη που αγαπώ.
Περιπλανήθηκα χωρίς σκοπό στα στενά της παλιάς πόλης με ένα παγωτό χωνάκι στο χέρι από τον Ιταλό με την ξακουστή τζελατέρια. Κάποια στιγμή τα βήματα μου με έφεραν σε ένα σανδαλοποιείο. Αλήθεια, ξέρατε ότι ο Ναυπλιώτης προπάππος μου ήταν σανδαλοποιός; Η γιαγιά μου είχε διηγηθεί ότι στο ισόγειο του δίπατου σπιτιού τους ο πατέρας της είχε οικοτεχνία που έφτιαχνε σανδάλια, παντόφλες και παπούτσια καθημερινής χρήσης με τα οποία προμήθευε τα γύρω χωριά. Πέθανε όμως νωρίς, ήρθε και πόλεμος και χάθηκε η δουλειά. Όπως και να έχει εγώ αγόρασα ένα ζευγάρι σανδάλια από τον νέο σανδαλοποιό και έκανα ένα νοερό μνημόσυνο στον μακρινό παππού που δεν γνώρισα. Αποδείχθηκαν εξαιρετικά άνετα και δεν τα έβγαλα από τα πόδια μου ολόκληρο το καλοκαίρι. Ελπίζω να με συντροφεύσουν πολλά καλοκαίρια ακόμα.
Πήρα μεσημεριανό ουζάκι με μεζέ στην πλατεία Συντάγματος που με έστειλε κατευθείαν για σιέστα. Το απόγευμα περπάτησα το λιμάνι και μετά χώθηκα στο χειμωνιάτικο σινεμά του Ναυπλίου με την τεράστια ξύλινη επικλινή οροφή που υψώνεται προστατευτικά από πάνω δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεσαι σε ένα μεγάλο, ζεστό αχυρώνα. Παρακολούθησα μια κωμωδία- βάλσαμο και μετά …όνειρα γλυκά. Το επόμενο πρωί, πριν φύγω από την πόλη, το αφιέρωσα στο γύρο της Αρβανιτιάς, κλασσικό αγαπημένο της θείας Γιαννούλας. Αυτή τη φορά όμως έκανα έναν νεωτερισμό, ανέβηκα μέχρι το παλιό Ξενία – νυν Nafplia Palace και ρούφηξα τη ζωγραφιστή θέα στο Μπούρτζι συν ένα ποτήρι κρασί, στη βεράντα με τα φερ-φορζέ του ‘70.
Είχε πολύ φως αυτή η εικοσιτετράωρη περιήγηση στο Ναύπλιο. Αρκετό για να διαλύσει το φόβο και το σκοτάδι του θανάτου που παραμόνευε στο πίσω μέρος του μυαλού μου στη διάρκεια του ταξιδιού. Αρκετό για να συνεχίσω να ελίσσομαι ανάμεσα στις απαιτήσεις και τις μικρές στενοχώριες της καθημερινότητας.
Η θεία Γιαννούλα δεν ζει πια εδώ, ανάμεσά μας, δυο ώρες δρόμο από την Αθήνα. Η θεία Γιαννούλα πέθανε προς το τέλος του Οκτωβρίου. Την ημέρα της γιορτής μου, 8 Νοεμβρίου, πήρα πολλά τηλεφωνήματα από φίλους με πολλή αγάπη και τους είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Όμως μου έλειψε το δικό της τηλεφώνημα. Πρωινό-πρωινό, ήταν το πρώτο της ημέρας. Με τη στεντόρεια φωνή της, μεγεθυμένη, λόγω της χρήσης ακουστικού βαρηκοΐας. Ήταν βαρήκοη εδώ και 30 χρόνια αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να σφύζει από ζωντάνια, να περπατάει όλο το Ναύπλιο με τα πόδια, να συμμετέχει σε παρέες και γιορτές, να φτιάχνει γλυκά για τους άλλους – η ίδια δεν έτρωγε λόγω του διαβήτη που είχε από νέα – να σηκώνει τα μανίκια για να βοηθήσει όσους είχαν την ανάγκη της, να επισκέπτεται με το ΚΤΕΛ τις φιλενάδες της σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Με πόνεσε που δεν ήρθε αυτό το τηλεφώνημα. Με έκανε να συνειδητοποιήσω την αμετάκλητη απώλεια της θείας μου και της παιδικής μου ηλικίας. Με πονάει που όσο μεγαλώνουμε η ζωή φτωχαίνει από αυτούς που αγαπάμε – μεγάλη κοινοτοπία που αποδεικνύεται οδυνηρά αληθινή μετά τα σαράντα. Είναι ωστόσο μια υπενθύμιση για να ανοίξω πιο γενναιόδωρα την αγκαλιά μου στους ζωντανούς που με περιβάλλουν, να τους κανακέψω περισσότερο. Μήπως να ανοίξω λιγάκι παραπάνω για να χωρέσουν και τίποτα καινούριοι; Αν είναι καλοί, σίγουρα χωράνε.
Σημείωση για τον αναγνώστη που δεν βαρέθηκε να φτάσει μέχρι εδώ: η αγαπημένη μου θεία Γιαννούλα δεν ήταν βιολογική μου θεία. Υιοθετήθηκε από τον αδελφό της γιαγιάς μου και τη γυναίκα του επειδή οι ίδιοι δεν μπορούσαν να αποκτήσουν παιδιά.
Του Αγίου Δημητρίου γιόρταζε ο παππούς μου ο Μήτσος, γηγενής της πλατείας Αττικής. Τον γιορτάζαμε ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου, λόγω κλειστών σχολείων και γραφείων, στο σπίτι που έζησε μια ζωή, μια μονοκατοικία κοντά στον Άγιο Νικόλαο, σε ένα δρομάκι που ήταν λέει χωμάτινο μέχρι το ’70. Το εορταστικό κλίμα περιελάμβανε φιλιά και ευχές, κατσικάκι με πατάτες στο φούρνο συνοδεία γαργαλιστικής ευωδιάς, χρυσάνθεμα στο βάζο της σάλας και το κέρασμα ήτανε μάλλον μπακλαβάς αλλά δεν καλοθυμάμαι κιόλας γιατί ήμουν περίεργο παιδί πριν τα δώδεκα και δεν μου πολυαρέσανε τα γλυκά. Και βέβαια μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό βλέπαμε στη μεγάλη ασπρόμαυρη οθόνη εικόνες από την παρέλαση της σημαιοστολισμένης και συνήθως βρεμένης Θεσσαλονίκης.
Η Θεσσαλονίκη που γνώριζα εγώ καλύτερα ήταν εκείνη που έβλεπα τέλος Αυγούστου όταν γύριζα από τις διακοπές στον άλλο μου παππού στη βόρεια Ελλάδα και κάναμε στάση στην πρωτεύουσα του βορρά για να επισκεφθούμε τους σαλονικιούς θείους. Τότε που οι κεντρικές βιτρίνες της πόλης ήταν γεμάτες μπλε ποδιές Λάουρα και Τσεκλένης, με άσπρα γιακαδάκια, τριζάτες και λαμπερές από την καινουργίλα – το αντικείμενο του πόθου μου που δεν φόρεσα ποτέ, μια που στο σχολείο που φοιτούσα, ήταν υποχρεωτική μια ξενέρωτη στολή, γκρίζα φούστα – γκρίζο πουλόβερ, χειμώνα – καλοκαίρι. Η ποδιά με παρέπεμπε σε κορίτσια με μέση δαχτυλίδι, στα ερωτιάρικα νιαουρίσματα της Αλίκης στη μικρή οθόνη. Είχε αίγλη και θηλυκότητα στα μάτια της εφτάχρονης, οχτάχρονης, εννιάχρονης που υπήρξα. Μετά αλλάξανε οι νόμοι και οι καιροί και φύγανε οι ποδιές και από τις τάξεις και από τις βιτρίνες. Κρατιέμαι να μη γελάσω όταν σκέφτομαι πόσο τις μισήσανε αντίστοιχα οι περισσότερες συνομήλικές μου.
Χρόνια μετά, ο παππούς έχει πια πεθάνει, η μονοκατοικία στον Άγιο Νικόλαο δεν υπάρχει πια και οι ποδιές είναι μουσειακό είδος, έτυχε να βρεθώ στη Θεσσαλονίκη λίγο πριν τη μεγάλη γιορτή της. Το κρύο τσιμπούσε ευχάριστα και η μεγάλη προμενάδα στο λιμάνι σε καλούσε να δοκιμάσεις τις δυνάμεις σου στο περπάτημα κάτω από μια ατελείωτη σειρά κόκκινα φωτάκια – μην πάει ο νους σας στο κακό, πρόκειται για σύγχρονο βιομηχανικό ντιζάιν… Επίσκεψη στον παππού το Μήτσο δεν μπορώ να πάω πια αλλά έχω μια φίλη καρδιακή της οποίας τα γενέθλια γιορτάζουμε κάθε χρόνο την επομένη του Αι Δημήτρη με όλες τις τιμές. Και σήμερα φυτεύω καινούρια χρυσάνθεμα στο μπαλκόνι μου. Κρατήστε τις μνήμες σας ζωντανές και τα πάθη σβηστά – τα πάθη είπα, όχι το πάθος. Γίνεται! Χρόνια πολλά Ελλάδα!