Περίεργη γεύση είχε ετούτο το Πάσχα. Τελευταία στιγμή άρπαξα ένα λευκό κερί από το παγκάρι της μικρής μας εκκλησίας κι έτσι γνώρισα και τους τρεις φύλακες άγγελούς της, τα τρία παιδιά που τη φροντίζουν και τη συντηρούν: τον Πέτρο, τον Τάκη και τη Δέσποινα – όλοι τους άνω των 70. Δύο μήνες πριν το φετινό Πάσχα έχασα για πάνα τον πατέρα μου. Ανήμερα πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, συνόδεψα έναν φίλο στην τελευταία του κατοικία, ένα κοιμητήριο των προαστίων. Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου πήγα στη λειτουργία της Ανάστασης με ελαφρώς σαρκαστική διάθεση – τι «θανάτω θάνατον πατήσας», εγώ χάνω τους δικούς μου σαν τις μύγες!
Μου έλειψε η παιδιάστικη χαρά στο πρόσωπο του πατέρα μου κάθε φορά χρονιά την ώρα που ο παπάς έλεγε το πρώτο «Χριστός ανέστη»! Ο μπαμπάς μου ήταν μοναχογιός μιας γλυκιάς και θρησκευόμενης μητέρας. Η γιαγιά Κική από την οποία πήρα το όνομά μου ήταν γυναίκα της Εκκλησίας χωρίς κανένα από τα αρνητικά σημαινόμενα που έχει φορτωθεί αυτός ο χαρακτηρισμός. Ζούσε ακολουθώντας πιστά τις χριστιανικές διδαχές «Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν» και «Ο έχων δύο χιτώνες να δίνει τον έναν». Φρόντιζε για τους «φτωχούς» και τους κατατρεγμένους της γειτονιάς της από τη μικρή σύνταξη που της αναλογούσε και από το μεγάλο περίσσευμα της καρδιάς της και μιλούσε με ένα μείγμα τρυφερότητας και κατανόησης για εκείνους «τους καημένους που είχαν χάσει το δρόμο τους». Η γιαγιά μου λοιπόν επέμενε κάθε χρόνο να μου αγοράζει λαμπάδα «για το καλό» παρόλο που ήξερε ότι μου έφερνε λαμπάδα και η νονά μου (εννοείται!) η οποία ήταν και αγαπημένη της ανιψιά. Έτσι είχα κάθε χρόνο είχα δύο λαμπάδες που τις καμάρωνα πρώτα για μέρες στα κουτιά τους και μετά τις έκαιγα και τις δύο, μία στον Επιτάφιο (διάλεγα τη λιγότερο λιμπιστερή) και μία στην Ανάσταση. Πάνε χρόνια που κανείς δεν μου χαρίζει πια λαμπάδα στην Ανάσταση, ωστόσο από καιρού εις καιρόν χαρίζω εγώ στον εαυτό μου μία – τις χρονιές που νιώθω μεγαλύτερη τρυφερότητα προς το άτομό μου!
Στο λαμπριάτικο τραπέζι φέτος μας φιλοξένησαν μια αγαπημένη θεία με τον άντρα της που κατάγονται από την Τήνο. Ωστόσο οι γονείς της θείας μου είχαν ζήσει πολλά χρόνια στην Πόλη (πριν την καταστροφή του ’22) και είχανε φέρει μαζί τους από εκεί ιδιαίτερα έθιμα και συνήθειες. Ανάμεσα λοιπόν στο αρνάκι και το γαλακτομπούρεκο η θεία μου διηγήθηκε πως οι Έλληνες της Πόλης συνήθιζαν να τρώνε το αναστάσιμο δείπνο πριν τη βραδινή λειτουργία και όταν πια επέστρεφαν στα σπίτια τους με το άγιο φως τσούγκριζαν κόκκινα αυγά και σερβίριζαν μόνον τσάι με γλυκά. Του χρόνου λέω να υιοθετήσω αυτή τη γλυκιά συνήθεια μιας που έχω γίνει πολύ πρωινό πουλί και τα μεταμεσονύχτια δείπνα της παράδοσης μου πέφτουν βαριά!
Σας φιλώ γλυκά, Χριστός ανέστη και καλή άνοιξη!