Καλό μήνα φίλοι μου! Για σάς δηλαδή, γιατί για μένα ξεκίνησε με τη σφραγίδα του κόβιντ και ήταν πραγματικά το κερασάκι στην τούρτα των αυξημένων μου υποχρεώσεων!
Διανύω την τέταρτη ημέρα της ασθένειας και επειδή δεν φημίζομαι για την υπομονή μου, έχω θυμώσει με την μαύρη μου τη μοίρα, με το κακό timing, βρίζω θεούς και δαιμόνους και ρίχνω κατάρες σε όσους έχω άχτι!
Μπήκα στο κατάστημα οπτικών για μια μικρή επιδιόρθωση στα γυαλιά πρεσβυωπίας μου – είχε λασκάρει επικίνδυνα το μπρατσάκι και χρειαζόταν σφίξιμο η βίδα.
Πριν από 2 χρόνια στην κηδεία του πατέρα μου ήρθε και ένας παιδικός του γνώριμος που υπήρξε και ο ισόβιος οικογενειακός του γιατρός. Ο κύριος Αντρέας, ευθυτενής και λυγερόκορμος παρά τα 81 του χρόνια, σεμνός παρά την καλή του φήμη ως επιστήμονα, συνεχίζει να ενημερώνεται για τις εξελίξεις στην ιατρική, έχει καλά κρητικά γονίδια και αγαπάει τη φυσική ζωή, να σκαλίζει τον κήπο και να φροντίζει τις ελιές στο χωριό του στην Κρήτη, είναι ολιγαρκής στο φαγητό του και θεωρεί τις νηστείες απαραίτητες για την διατήρηση της χοληστερίνης του σε χαμηλά επίπεδα!
Είχα καιρό να τον δω και ένιωσα ευγνωμοσύνη που ήρθε σε μια τόσο δύσκολη και σημαντική ημέρα για μένα. Μου είπε “Ο πατέρας σου δεν πρόσεχε και πολύ την υγεία του, το ξέρουμε αυτό. Κάπνιζε πολύ, δεν περπατούσε καθόλου, και δεν τα είχε καθόλου καλά με αυτό που λέμε πρόληψη. Κατάφερε όμως να φτάσει μέχρι τα 78. Με τις σημερινές συνθήκες ζωής γενικά οι άνθρωποι αν είμαστε λίγο τυχεροί, μπορούμε να φτάσουμε μέχρι τα 80. Όσα χρόνια έρθουν μετά, είναι δώρο, εγώ τα λέω το “πουρμπουάρ του Θεού”. Εγώ είμαι στα 81, έχω αρχίσει να ξοδεύω το “πουρμπουάρ” μου. Μπορεί να φύγω ανά πάσα στιγμή από τη ζωή, και είμαι έτοιμος γι’ αυτό.
Για τον κύριο Αντρέα το “πουρμπουάρ” ξεκινάει στα 80, για άλλους όμως μπορεί να ξεκινάει και νωρίτερα. Ας φροντίζουμε να το ξοδεύουμε με καρδιά αλλά και με σύνεση! Καλή χρονιά να έχουμε και ας είναι γεμάτο το “κοσμικό μας πορτοφόλι” με χρόνια γεμάτα, ζουμερά, με αγάπη για τον εαυτό μας και το σύμπαν ολόκληρο!
Χωρίς πολλούς προλόγους, την προηγούμενη Κυριακή πήγα για πρώτη φορά να φάω στο ιταλικό Napul’è του ναπολιτάνου Φραντσέσκο και της ελληνίδας γυναίκας του Μάγκυ και θέλω να μοιραστώ μαζί σας την όμορφη εμπειρία μου! Ένα εστιατόριο μινιατούρα που με κέρδισε από την πρώτη στιγμή γιατί με το που έστρωσα τον πωπό μου στο αναπαυτικό κίτρινο σκαμπό ένιωσα να με τυλίγει η θετική ενέργεια των ανθρώπων γύρω μου που εργάζονταν, μαγείρευαν, σέρβιραν, μετέφεραν πρώτες ύλες με χαμόγελο και ήρεμη αποτελεσματικότητα.
Το μαγαζί είναι σοφά διακοσμημένο, με γούστο και ζεστά χρώματα και σε προσκαλεί να καθίσεις να απολαύσεις με την οικογένεια ή τους φίλους σου σπιτίσια ιταλικά πιάτα. Σε όλα τα τραπέζια υπάρχουν ψηλά καθίσματα που σου επιτρέπουν να παρακολουθείς τι… ψήνεται στις κατσαρόλες ανά πάσα στιγμή. Εμείς που καθίσαμε στο πάσο της κουζίνας κρυφακούγαμε και το κουβεντολόι των μαγείρων (ε, αφού ήταν δίπλα μας!)
Απόλαυσα μέχρι το τελευταίο ψίχουλο το αλμυρό στριφτό κουλουράκι (σε γενναιόδωρο μέγεθος) με την πικάντικη γεύση που μας προσφέρθηκε σαν καλωσόρισμα για να συνοδεύσουμε το κρασί μας! Ο κατάλογος είχε φυσικά pasta σε διάφορες εκδοχές, κάμποσα ορεκτικά και σαλάτες και 2-3 κρεατικά. Είχαμε την τύχη να δοκιμάσουμε δύο πολύ νόστιμα πιάτα pasta, ένα με pesto φυστικιού Αιγίνης που μου έκλεψε την καρδιά γιατί λατρεύω το φυστίκι και ένα με pesto κόκκινης πιπεριάς και το περίφημο τυρί burrata που είναι μια βουτυράτη αμαρτωλή μπάλα! Φροντίσαμε να μείνει χώρος στην κοιλίτσα για να δοκιμάσουμε tiramisu που ήταν όπως πρέπει σπογγώδες και μοσχομύριζε εσπρέσο!
Ο Φραντσέσκο, άρχοντας του μαγαζιού, μας κέρασε ολίγη pasta fagioli (ζυμαρικά με σάλτσα από ξερά φασόλια) που μόλις είχε κατέβει από τη μαρμίτα, έτσι, μια δοκιμή βρε παιδί μου, για να ξέρουμε πώς είναι! Και στο τέλος κέρασμα limoncello! Τα χάρηκα πολύ όλα τα κεράσματα γιατί ήταν ανεπιτήδευτα και με έπεισαν με τον καλύτερο τρόπο για την ποιότητα των εδεσμάτων του μαγαζιού!
Ήταν μια πολύ όμορφη εμπειρία το γεύμα στο Napul’è και για το πολύ νόστιμο ιταλικό φαγητό του και γιατί είχε την ευκαιρία να θαυμάσω εν δράσει μια σφιχτοδεμένη ομάδα, σαν οικογένεια, που αγαπάει τη δουλειά της και μοχθεί με όρεξη για το καλύτερο αποτέλεσμα! Μου έκανε εντύπωση που μιλούσαν κυρίως αγγλικά μεταξύ τους γιατί συνυπάρχει το ιταλικό, το ελληνικό, και το πακιστανικό στοιχείο στο εστιατόριο.
Το μόνο πλην που μπόρεσα να βρω είναι ότι το Napul’è βρίσκεται στη Βάρη, μακριά από τα δικά μου λημέρια. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι θα βρω μια καλή δικαιολογία για να το ξαναεπισκεφθώ! Γιατί ο Φραντσέσκο με έπεισε ότι είναι καλός μάγειρας και σωστός οικοδεσπότης! Εσείς πριν πάτε να κάνετε οπωσδήποτε κράτηση γιατί γεμίζει πολύ γρήγορα από τους τακτικούς του πελάτες! Τηλεφωνήστε λοιπόν εδώ 210 965 5815 για να φάτε εδώ Λεωφ. Αναγυρούντος 34, Βάρη
Προχτές το βράδυ που πήγα να παραλάβω τον γιο μου από το φροντιστήριο άργησα δέκα ολόκληρα λεπτά. Πέντε λεπτά που καθυστέρησα να ξεκινήσω και άλλα πέντε λόγω της απροσδόκητης κίνησης που συνάντησα μπροστά μου – Δευτεριάτικο. Όταν σταμάτησα το αυτοκίνητο με αναμμένα αλάρμ, ο γιος μου όρμησε αμέσως μέσα και τον ρώτησα: Γνωρίζεις αμέσως το αυτοκίνητο, ε;Όχι, απαντάει το πειραχτήρι, απλώς είδα να έρχεται ένα αυτοκίνητο με μια κοντή στο τιμόνι, και είπα, εσύ είσαι!
Ήλιος λαμπερός και που σε ζεσταίνει μέχρι το μεδούλι στην καρδιά του φθινοπώρου. Προχωρώ στο πεζοδρόμιο. Χαζεύω τα χρυσοκόκκινα φύλλα που πληθαίνουν στους φράχτες. Είναι αριστούργημα έτσι όπως τα φωτίζει ο πρωινός ήλιος. Γιαγιά απροσδιορίστου ηλικίας προχωράει και αυτή στο πεζοδρόμιο, από την αντίθετη πλευρά. Λεπτή, φτεράκι, με κλασσικά γιαγιαδίστικα μαύρα, λευκό κοτσάκι, μπαστουνάκι και χοροπηδητό βήμα γιατί το ένα πόδι της το έχει ροκανίσει ελαφρώς ο χρόνος. Τώρα θα συναντηθούμε. Έχει λαμπερά ανοιχτόχρωμα μάτια και γίνονται ακόμα πιο λαμπερά όταν στο πρόσωπό της απλώνεται πλατύ χαμόγελο καθώς μου λέει “Καλημέρα κοριτσάκι μου!”. Καλημέρα και σε σένα γιαγιάκα. Έχει λιακάδα σήμερα!
Το 1987, όταν ήμουν μαθήτρια λυκείου, είδα στο θέατρο την πρώτη μου ενήλικη παράσταση. Είχε σίγουρα προηγηθεί κάποιος κακοπαιγμένος Μολιέρος σε πρωινή παράσταση για μαθητές. ΑΥΤΗ όμως ήταν πραγματική παράσταση. Ήταν «Ο ήχος του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη. Είχα το προνόμιο να δω ένα έργο μιας σπουδαίας θεατρικής συγγραφέως στην τελευταία παράσταση που σκηνοθέτησε ο Κάρολος Κουν πριν από το θάνατό του. Δύο στα δύο δηλαδή. Παρακολούθησα ένα ελληνικό έργο που ήταν γραμμένο σε μια σύγχρονη, παλλόμενη γλώσσα, που το καταλάβαινα(τουλάχιστον στο πρώτο επίπεδο ανάγνωσης) και που είχε να μου πει πράγματα που με ενδιέφεραν. Και επιπλέον, οι πρωταγωνίστριές του ήταν 3 γυναίκες της εποχής που ζούσα – μαζί τους κι ένας άντρας, ο όμορφος Στράτος Τζώρτζογλου σε πρώτη εμφάνιση (μα πόσα μπόνους αυτή παράσταση).
Στην παράσταση αυτή μας προσκάλεσε και μας συνόδεψε, 10-12 κορίτσια (προσκάλεσε όλη την τάξη αλλά αυτός ήταν ο αριθμός που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα) ένας καθηγητής μαθηματικών του σχολείου. Για να τιμήσω την έξοδο είχα φορέσει τα καινούρια μου παπούτσια, τα πρώτα μου γυναικεία «γοβάκια», ένα ζευγάρι μαύρες καστόρινες πλατφόρμες. Μετά το τέλος της παράσταση ακολούθησε σύντομο φαγοπότι σε ένα κουτούκι της Κυψέλης όπου την ώρα της άφιξής μας υπήρχαν μόνο μερικοί γέροι, μόνιμοι θαμώνες που κουτσοπίνανε ξεροσφύρι. Αυτή ήταν η μύησή μου στον κόσμο της ενήλικης τέχνης.
Ακολούθησαν πολλές παραστάσεις σύγχρονου ελληνικού και ξένου θεάτρου. Καλές και λιγότερο καλές και λίγες κακές. Η συγκεκριμένη όμως διατηρεί ξεχωριστή βαρύτητα αλλά και γλύκα στις αναμνήσεις μου. Πριν από λίγες μέρες, συγκεκριμένα στις 8 Οκτωβρίου 2017, η Λούλα Αναγνωστάκη απεβίωσε, πλήρης ημερών όπως συνηθίζεται να λέμε. Δεν είμαι αρμόδια να μιλήσω περισσότερο για το έργο της, θα διαβάσετε αλλού πολύ ενδιαφέροντα άρθρα για αυτό από ανθρώπους που έχουν σπουδάσει το θέατρο. Απλώς αν μια μέρα ο γιος μου ανατρέξει στις διαδικτυακές αναμνήσεις μου, θα μπορέσει να ξαναθυμηθεί από πού ξεκίνησε η «τρέλλα» της μάνας του με το θέατρο. Λούλα Αναγνωστάκη σε ευχαριστώ. Κι εσένα καθηγητή Δ.
Κατηφόριζα με ορμή έναν δρόμο των αθηναϊκών προαστίων με περιποιημένα δέντρα και όμορφα σπίτια. Ήταν ένα λαμπερό φθινοπωρινό πρωινό. Από την αντίθετη κατεύθυνση ερχόταν ένας γηραιός κύριος, αστός παλαιάς κοπής. Κοστούμι, σιδερωμένο πουκάμισο, καλοχτενισμένα αραιά μαλλιά, αργός αλλά καμαρωτός βηματισμός. Όταν οι τροχιές μας διασταυρώθηκαν σταμάτησε, μου χαμογέλασε με ευγένεια και αναφώνησε λες και παίζαμε Σέξπιρ «Είστε η άνοιξη»! Ούτε καν «Είστε ΣΑΝ την άνοιξη»! Εκείνος έβλεπε μπροστά του την άνοιξη αυτοπροσώπως. Ξαφνιάστηκα ευχάριστα και ανταπέδωσα το χαμόγελο με έναν νεύμα ικανοποίησης.
Όχι, εκείνη την ημέρα δεν φορούσα κάποιο αιθέριο φόρεμα με λουλούδια, δεν είχα ζαλιστικό ντεκολτέ, δεν ήμουν βαμμένη χτενισμένη, ίσως ούτε καν στοιχειωδώς περιποιημένη. Είχα περάσει βιαστικά ένα τζιν και είχα βγει έξω με την μπλούζα του σπιτιού – παίζει να είχε και κανέναν λεκέ οδοντόκρεμας. Φαντάζομαι όπως ότι ήταν ολοφάνερη η λάμψη στα μάτια μου, η χαρά στο βλέμμα μου και η ερωτική διάθεση προς τη ζωή που έβγαινε από κάθε πόρο του σώματός μου: στα χέρια μου κρατούσα το αντικείμενο του πόθου μου, έναν μεγάλο φάκελο με τα αποτελέσματα της μαστογραφίας μου που ήταν για μια ακόμα χρονιά καθαρά. Ναι, σωστά οσμίστηκε στον αέρα ο γηραιός κύριος την άνοιξη. Είχα προσωρινά ανθίσει κι ας ήταν φθινόπωρο!
Φέτος δεν έχω πάει ακόμα. Θα πάω όμως και να πάτε κι εσείς, όσες είστε γένους θηλυκού. Να τη θυμόμαστε τη μαστογραφία μας κορίτσια των 40+. Σκεφτείτε με τι προτιμάτε να τη συνδέσετε ως υπενθύμιση. Συγχρονίστε τη με κάτι σημαντικό για εσάς, με τα γενέθλιά σας, με κάποια επέτειο, με τον Οκτώβριο που είναι ο μήνας πρόληψης και ενημέρωσης για τον καρκίνο του μαστού, με ό,τι θέλετε και σας βολεύει τελοσπάντων. Η ζωή μας είναι σημαντική και ωραία. Και την προστατεύουμε!
Update: Έκανα το ραντεβού μου στις 12 Οκτωβρίου και πήρα καλά αποτελέσματα!
Τον Απρίλιο που μας πέρασε έκανα ένα ακόμα πέρασμα από το αγαπημένο Ναύπλιο, τη γενέθλια πόλη της πατρική μου γιαγιάς. Μόνο που αυτό το ταξίδι ήταν διαφορετικό από τα προηγούμενα. Αυτό ήταν ένα ταξίδι αποχαιρετισμού. Ο τελευταίος άνθρωπος που με συνέδεε με αυτήν την πόλη, η θεία Γιαννούλα έπαθε βαρύ εγκεφαλικό και το ένστικτο και η λογική μου συμφωνούσαν ότι αυτή θα ήταν πιθανότατα η τελευταία φορά που θα την έβλεπα ζωντανή. Ξεκινώντας από την Αθήνα με συνόδευαν ανάμεικτα συναισθήματα, επιθυμίας και φόβου για το εγχείρημά μου.
Η τύχη μου πρόσφερε μια ολόλαμπρη ανοιξιάτικη ημέρα για το ταξίδι. Ξεκίνησα νωρίς και εννιά η ώρα το πρωί βρισκόμουν ήδη στο Ναύπλιο. Ήμουν προετοιμασμένη για τα χειρότερα. Η ηλικιωμένη με τη λευκή νυχτικιά που αντίκρισα στο κρεβάτι δεν είχε βεβαίως καμία σχέση με τη ζωηρή, θαλερή θεία των 89 καλοκαιριών που είχα επισκεφθεί πέρυσι. Εμπρός μου είχα ένα πολύ φιλικό φάντασμα, με χέρια και πόδια αδύνατα σαν σπουργιτιού. Μόνο τα μάτια θυμίζανε κάτι από τον παλιό της εαυτό τις στιγμές που είχε επαφή με την πραγματικότητα. Με τα μάτια κυρίως μιλήσαμε όση ώρα ήμουν εκεί συν λίγες σκόρπιες κουβέντες που με δυσκολία άρθρωνε. Της κράτησα το χέρι και της είπα τα νέα τα δικά μου, του παιδιού μου, της υπόλοιπης οικογένειας. Τα καλά νέα. Τα υπόλοιπα τα κράτησα για άλλους. Με τη βοήθεια μιας δικής της συγγένισσας που τη φρόντιζε είδαμε παρέα ένα κουτί με παλιές φωτογραφίες. Μου έδειχνε με το δάχτυλο χαμογελώντας τον εαυτό της νέο, τον μπαμπά μου, τη γιαγιά μου και τα αδέλφια της σε άλλες εποχές, τον προπάππο και την προγιαγιά μου. Έμεινα εκεί μέχρι που βυθίστηκε σε ύπνο-λήθαργο.
Όταν εγκατέλειψα το σκιερό διαμέρισμα και βγήκα έξω στο φως ένιωθα να έχω βαρύνει σαν σφουγγάρι που το έχεις μόλις βυθίσει στο νερό. Είχα ανάγκη κάποιος να με στύψει, να βγει όλο το νερό από μέσα μου. Έκλαψα χωρίς προσπάθεια για αρκετή ώρα, για τη θεία Γιαννούλα, για μένα, για όλες τις μικρές και μεγάλες μου απώλειες, για το παρελθόν που χανόταν δια παντός. Κι έπειτα αφέθηκα με όλες μου τις αισθήσεις στον ήλιο που χάριζε γενναιόδωρα κύματα φωτός και ζεστασιάς εκείνη την ημέρα. Ο ήλιος είναι γιατρικό. Το περπάτημα και η καλή παρέα επίσης. Είχα και τα τρία. Αφιέρωσα λοιπόν την υπόλοιπη ημέρα μου σε ένα ευδαιμονικό περπάτημα στην πόλη που αγαπώ.
Περιπλανήθηκα χωρίς σκοπό στα στενά της παλιάς πόλης με ένα παγωτό χωνάκι στο χέρι από τον Ιταλό με την ξακουστή τζελατέρια. Κάποια στιγμή τα βήματα μου με έφεραν σε ένα σανδαλοποιείο. Αλήθεια, ξέρατε ότι ο Ναυπλιώτης προπάππος μου ήταν σανδαλοποιός; Η γιαγιά μου είχε διηγηθεί ότι στο ισόγειο του δίπατου σπιτιού τους ο πατέρας της είχε οικοτεχνία που έφτιαχνε σανδάλια, παντόφλες και παπούτσια καθημερινής χρήσης με τα οποία προμήθευε τα γύρω χωριά. Πέθανε όμως νωρίς, ήρθε και πόλεμος και χάθηκε η δουλειά. Όπως και να έχει εγώ αγόρασα ένα ζευγάρι σανδάλια από τον νέο σανδαλοποιό και έκανα ένα νοερό μνημόσυνο στον μακρινό παππού που δεν γνώρισα. Αποδείχθηκαν εξαιρετικά άνετα και δεν τα έβγαλα από τα πόδια μου ολόκληρο το καλοκαίρι. Ελπίζω να με συντροφεύσουν πολλά καλοκαίρια ακόμα.
Πήρα μεσημεριανό ουζάκι με μεζέ στην πλατεία Συντάγματος που με έστειλε κατευθείαν για σιέστα. Το απόγευμα περπάτησα το λιμάνι και μετά χώθηκα στο χειμωνιάτικο σινεμά του Ναυπλίου με την τεράστια ξύλινη επικλινή οροφή που υψώνεται προστατευτικά από πάνω δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεσαι σε ένα μεγάλο, ζεστό αχυρώνα. Παρακολούθησα μια κωμωδία- βάλσαμο και μετά …όνειρα γλυκά. Το επόμενο πρωί, πριν φύγω από την πόλη, το αφιέρωσα στο γύρο της Αρβανιτιάς, κλασσικό αγαπημένο της θείας Γιαννούλας. Αυτή τη φορά όμως έκανα έναν νεωτερισμό, ανέβηκα μέχρι το παλιό Ξενία – νυν Nafplia Palace και ρούφηξα τη ζωγραφιστή θέα στο Μπούρτζι συν ένα ποτήρι κρασί, στη βεράντα με τα φερ-φορζέ του ‘70.
Είχε πολύ φως αυτή η εικοσιτετράωρη περιήγηση στο Ναύπλιο. Αρκετό για να διαλύσει το φόβο και το σκοτάδι του θανάτου που παραμόνευε στο πίσω μέρος του μυαλού μου στη διάρκεια του ταξιδιού. Αρκετό για να συνεχίσω να ελίσσομαι ανάμεσα στις απαιτήσεις και τις μικρές στενοχώριες της καθημερινότητας.
Η θεία Γιαννούλα δεν ζει πια εδώ, ανάμεσά μας, δυο ώρες δρόμο από την Αθήνα. Η θεία Γιαννούλα πέθανε προς το τέλος του Οκτωβρίου. Την ημέρα της γιορτής μου, 8 Νοεμβρίου, πήρα πολλά τηλεφωνήματα από φίλους με πολλή αγάπη και τους είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Όμως μου έλειψε το δικό της τηλεφώνημα. Πρωινό-πρωινό, ήταν το πρώτο της ημέρας. Με τη στεντόρεια φωνή της, μεγεθυμένη, λόγω της χρήσης ακουστικού βαρηκοΐας. Ήταν βαρήκοη εδώ και 30 χρόνια αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να σφύζει από ζωντάνια, να περπατάει όλο το Ναύπλιο με τα πόδια, να συμμετέχει σε παρέες και γιορτές, να φτιάχνει γλυκά για τους άλλους – η ίδια δεν έτρωγε λόγω του διαβήτη που είχε από νέα – να σηκώνει τα μανίκια για να βοηθήσει όσους είχαν την ανάγκη της, να επισκέπτεται με το ΚΤΕΛ τις φιλενάδες της σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Με πόνεσε που δεν ήρθε αυτό το τηλεφώνημα. Με έκανε να συνειδητοποιήσω την αμετάκλητη απώλεια της θείας μου και της παιδικής μου ηλικίας. Με πονάει που όσο μεγαλώνουμε η ζωή φτωχαίνει από αυτούς που αγαπάμε – μεγάλη κοινοτοπία που αποδεικνύεται οδυνηρά αληθινή μετά τα σαράντα. Είναι ωστόσο μια υπενθύμιση για να ανοίξω πιο γενναιόδωρα την αγκαλιά μου στους ζωντανούς που με περιβάλλουν, να τους κανακέψω περισσότερο. Μήπως να ανοίξω λιγάκι παραπάνω για να χωρέσουν και τίποτα καινούριοι; Αν είναι καλοί, σίγουρα χωράνε.
Σημείωση για τον αναγνώστη που δεν βαρέθηκε να φτάσει μέχρι εδώ: η αγαπημένη μου θεία Γιαννούλα δεν ήταν βιολογική μου θεία. Υιοθετήθηκε από τον αδελφό της γιαγιάς μου και τη γυναίκα του επειδή οι ίδιοι δεν μπορούσαν να αποκτήσουν παιδιά.
Μια φορά κι έναν καιρό, όταν ο γιος μου ήταν τριών είχαμε εκδράμει στης γειτονιάς το κοντινό παρκάκι για την καθιερωμένη μας βόλτα. Το παιδί μου δεν είχε ακόμη εμπεδώσει τον μηχανισμό “κουνάω τα πόδια μου μπρος-πίσω και κάνω την κούνια να πάει ψηλά”. Έτσι στεκόμουν πίσω του όπως κάνουν οι μανάδες χιλιάδες χρόνια τώρα πίσω από κάθε λογής αιώρες και τον έσπρωχνα μαλακά με τις παλάμες για να φεύγει μπροστά. Ο διπλανός …συνάδελφος όμως ήταν μεγαλύτερος (τον έκοβα για πέντε-έξι χρονών) και κουνιόταν μόνος του, και φυσικά ψηλότερα. Κάποια στιγμή λοιπόν ο πεντάχρονος νεαρός με κοίταξε βλοσυρά και μετά γύρισε στον γιο μου και του δήλωσε: Δεν πας ψηλά. Να πεις στην αδελφή σου να σε σπρώχνει πιο δυνατά.
Για να ακούν οι μικροί και να μαθαίνουν οι μεγαλύτεροι άντρες. Με αγάπη από την προσωπική μου γυάλα των αναμνήσεων.