Στον μανάβη

Στη γειτονιά μου υπάρχει ένα μανάβικο που επισκέπτομαι κυρίως σαββατοκύριακα για τις αγορές μου. Στο μαγαζί, εκτός από τον ιδιοκτήτη υπάρχει και υπάλληλος ο οποίος κρατάει αρκετές βάρδιες μόνος του. Είναι ο Α που τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και το μαυριδερό του δέρμα προδίδουν την πακιστανική καταγωγή του. Ο Α είναι κοντός και ξερακιανός, με αυστηρό μούτρο -μπορεί και να τον πάρεις από φόβο. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι σκληρά χαραγμένα  και η ηλικία απροσδιόριστη – μου θυμίζει τους Έλληνες άντρες της υπαίθρου πριν το ’60 έτσι όπως τους έχω γνωρίσει από παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες και ντοκιμαντέρ. Στον παράμεσο του δεξιού χεριού του γυαλίζει μια χρυσή βέρα κι έτσι συμπεραίνω πως υπάρχει σύζυγος και πιθανώς παιδιά.

Ο Α κινείται στο χώρο με σιγουριά και αποτελεσματικότητα, με λιτές και αντρίκειες κινήσεις, είναι σβέλτος στους λογαριασμούς και φροντίζει το μανάβικο με έναν αέρα επαγγελματισμού και υπερηφάνειας, σαν να ήταν δικό του ένα πράγμα. Πάντα μου φαινόταν “μεγάλος” αλλά μπορεί και να είμαστε συνομήλικοι τελικά. Ο Α ήταν πάντοτε εξυπηρετικός, ευγενικός αλλά τυπικός μαζί μου. Μέχρι τη στιγμή που τον ρώτησα το όνομά του. Τότε το αυστηρό προσωπείο έσπασε σε ένα πολύ ζεστό χαμόγελο,απ’ αυτά που χαμογελάνε και τα μάτια μαζί και έκτοτε νιώθω ότι “γίναμε φίλοι”. Πλέον όταν μπαίνω στο μαγαζί, με ρωτάει ανελλιπώς τι κάνω ακόμα κι αν εξυπηρετεί άλλον πελάτη στην ταμειακή και ΄συχνά μου χαρίζει ένα ακόμα αληθινό χαμόγελο (όχι πάντα κι αυτό το κάνει ακόμα πιο αληθινό γιατί όλοι έχουμε δύσκολες μέρες που δεν αντέχουμε να χαμογελάσουμε).

Είχα καιρό να πάω στο μαγαζί, κάτι  που λόγω έλλειψης χρόνου ψώνιζα συνήθως ζαρζαβατικά από το σουπερμάρκετ, έφυγα και για καλοκαιρινές διακοπές και φύγανε έτσι δυο μήνες. Μπήκα στο μανάβικο νιώθοντας και μια μικρή αμηχανία που είχα “προδώσει” τον φίλο μου τόσο καιρό. Έτυχα όμως πολύ θερμής υποδοχής από τον Α και ένα από τα πιο πλατιά του χαμόγελα που τον μεταμορφώνουν σε έναν διαφορετικό άνθρωπο. Όταν διάλεξα τα ζαρζαβατικά μου και έφτασα στο ταμείο έδειξα στον Α την τσαντούλα πολλαπλών χρήσεων που κουβαλούσα. Μου κούνησε όμως αρνητικά το κεφάλι κλείνοντας συγχρόνως συνωμοτικά το μάτι και το απερίγραπτο νεύμα του έλεγε “Άσε, ξέρω εγώ καλύτερα” και μου έχωσε τα πράγματα σε μια νάιλον σακούλα, προσφορά του καταστήματος.

Δεν μπόρεσα να αρνηθώ. Όπως δεν μπορείς να αρνηθείς το τρατάρισμα με βύσσινο γλυκό όταν πας επίσκεψη σε γηραιά θεία που το έχει φτιάξει με τα χεράκια της. Ήταν ο τρόπος του Α να μου πει ότι χαίρεται που με ξαναβλέπει και ότι θέλει να συνεχίσει να με έχει πελάτισσα. Σούρωσα και ξανάχωσα την τσαντούλα πολλαπλών χρήσεων στην τσέπη του φούτερ μαζί με την οικολογική μου κορεκτίλα. Χαμογέλασα κι εγώ στον Α, πλήρωσα, ευχαρίστησα, ευχήθηκα καλό βράδυ. Με ευχαρίστησε κι εκείνος φέρνοντας το χέρι στην καρδιά, μου αντευχήθηκε καλό βράδυ και εγώ επέστρεψα στο σπιτάκι μου. Ο Α ξέρει και από φιλία και από καλό μάρκετινγκ. Και μου έφτιαξε τη μέρα μου. Γιατί τα πάντα στη ζωή είναι σχέσεις. Καλό φθινόπωρο!

Συνεχίστε την ανάγνωση

Τα θέατρά μου: Σώμα σε 64 κινήσεις

Ήξερα μόνο πως θα δω αυτό που λέμε σωματικό θέατρο ή χοροθέατρο. Το «Σώμα σε 64 κινήσεις» πετυχαίνει μια κατάδυση στον πυρήνα σου, στον σιωπηλό και κάποτε σκοτεινό κόσμο όπου εδρεύουν τα συναισθήματα και η γνώση του θανάτου. Μία ομάδα χορευτών-ακροβατών που έχουν δουλέψει με το σώμα τους στο έπακρον, δονούνται πάνω στη σκηνή μεταφέροντας τις μεταμορφώσεις του ανθρώπου από τη ζωή προς το θάνατο με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά μέσα από 8 σπονδυλωτές ιστορίες–κινούμενες εικόνες. Την παράσταση συνοδεύουν τραγούδια και απαγγελίες σε πέντε γλώσσες μια που η ομάδα των χορευτών-ερμηνευτών της Svalbard Company είναι διεθνής.

soma

Οδηγός μας μία θηλυκή γυμνόστηθη μορφή που στέκει σαν αρχαία θεότητα πάνω σε ένα βάθρο-ταπέτο από γυάλινα ποτήρια και μεταμορφώνεται διαδοχικά καθώς δοκιμάζεται από διαφορετικά συναισθήματα. Ανάμεσα στους χορευτές είναι χαρακτηριστική και μια ανδρική φιγούρα με κόκκινα γάντια του μποξ που εγώ ονόμασα «δήμιο».

Μια παράσταση που μου επέτρεψε να ξεδιπλώσω και να δώσω χώρο στα δικά μου συναισθήματα απώλειας, οδύνης και πένθους λυτρωτικά, χωρίς να συντριβώ μέσα από την αέναη κίνηση και την τολμηρή έκθεση των συναισθημάτων και των σωμάτων των άλλων. Μια παράσταση που μας επιτρέπει να ψηλαφήσουμε το χώρο που πιάνουν το σώμα και τα συναισθήματά μας με τη συνδρομή της άρτιας τεχνικής, του αυτοσχεδιασμού και της ποίησης (τέχνης).

Μια παράσταση που σας προτείνω να δείτε.

Από τη χορογράφο Μαρία Λάππα και την διεθνή ομάδα σωματικού θεάτρου και σύγχρονου τσίρκου Svalbard Company με έδρα τη Σουηδία. Ερμηνεύουν: Ελένη Καναβού, Tom Brand, Robert Moon Smith, Simon John Wiborn, Ειρήνη Αποστολάτου, Μυρτώ Πετροχείλου, Αλέξης Ακροβατάκης, Κωνσταντίνα Τρίμμη. Στο Σύγχρονο Θέατρο και μόνο για 4 παραστάσεις: 14, 15, 21 & 22 Φεβρουαρίου 2018. Ώρα 21:15. Σύγχρονο Θέατρo, Ευμολπιδών 45, Γκάζι Τηλ. Κρατήσεων: 2103464380/6946458465/viva.gr

Photo credits Aris Asproulis

Συνεχίστε την ανάγνωση

Πώς να κάνετε κομπλιμέντα σε μια γυναίκα

Μια φορά κι έναν καιρό, όταν ο γιος μου ήταν τριών είχαμε εκδράμει στης γειτονιάς το κοντινό παρκάκι για την καθιερωμένη μας βόλτα. Το παιδί μου δεν είχε ακόμη εμπεδώσει τον μηχανισμό “κουνάω τα πόδια μου μπρος-πίσω και κάνω την κούνια να πάει ψηλά”. Έτσι στεκόμουν πίσω του όπως κάνουν οι μανάδες χιλιάδες χρόνια τώρα πίσω από κάθε λογής αιώρες και τον έσπρωχνα μαλακά με τις παλάμες για να φεύγει μπροστά. Ο διπλανός …συνάδελφος όμως ήταν μεγαλύτερος (τον έκοβα για πέντε-έξι χρονών) και κουνιόταν μόνος του, και φυσικά ψηλότερα. Κάποια στιγμή λοιπόν ο πεντάχρονος νεαρός με κοίταξε βλοσυρά και μετά γύρισε στον γιο μου και του δήλωσε: Δεν πας ψηλά. Να πεις στην αδελφή σου να σε σπρώχνει πιο δυνατά.

Για να ακούν οι μικροί και να μαθαίνουν οι μεγαλύτεροι άντρες. Με αγάπη από την προσωπική μου γυάλα των αναμνήσεων.

 

kounies

Save

Save

Save

Save

Συνεχίστε την ανάγνωση

Αγιοδημητριάτικο

Του Αγίου Δημητρίου γιόρταζε ο παππούς μου ο Μήτσος, γηγενής της πλατείας Αττικής. Τον γιορτάζαμε ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου, λόγω κλειστών σχολείων και γραφείων, στο σπίτι που έζησε μια ζωή, μια μονοκατοικία κοντά στον Άγιο Νικόλαο, σε ένα δρομάκι που ήταν λέει χωμάτινο μέχρι το ’70. Το εορταστικό κλίμα περιελάμβανε φιλιά και ευχές, κατσικάκι με πατάτες στο φούρνο συνοδεία γαργαλιστικής ευωδιάς, χρυσάνθεμα στο βάζο της σάλας και το κέρασμα ήτανε μάλλον μπακλαβάς αλλά δεν καλοθυμάμαι κιόλας γιατί ήμουν περίεργο παιδί πριν τα δώδεκα και δεν μου πολυαρέσανε τα γλυκά. Και βέβαια μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό βλέπαμε στη μεγάλη ασπρόμαυρη οθόνη εικόνες από την παρέλαση της σημαιοστολισμένης και συνήθως βρεμένης Θεσσαλονίκης.

agiodimitriatiko_2

Η Θεσσαλονίκη που γνώριζα εγώ καλύτερα ήταν εκείνη που έβλεπα τέλος Αυγούστου όταν γύριζα από τις διακοπές στον άλλο μου παππού στη βόρεια Ελλάδα και κάναμε στάση στην πρωτεύουσα του βορρά για να επισκεφθούμε τους σαλονικιούς θείους. Τότε που οι κεντρικές βιτρίνες της πόλης ήταν γεμάτες μπλε ποδιές Λάουρα και Τσεκλένης, με άσπρα γιακαδάκια, τριζάτες και λαμπερές από την καινουργίλα – το αντικείμενο του πόθου μου που δεν φόρεσα ποτέ, μια που στο σχολείο που φοιτούσα, ήταν υποχρεωτική μια ξενέρωτη στολή, γκρίζα φούστα – γκρίζο πουλόβερ, χειμώνα – καλοκαίρι. Η ποδιά με παρέπεμπε σε κορίτσια με μέση δαχτυλίδι, στα ερωτιάρικα νιαουρίσματα της Αλίκης στη μικρή οθόνη. Είχε αίγλη και θηλυκότητα στα μάτια της εφτάχρονης, οχτάχρονης, εννιάχρονης που υπήρξα. Μετά αλλάξανε οι νόμοι και οι καιροί και φύγανε οι ποδιές και από τις τάξεις και από τις βιτρίνες. Κρατιέμαι να μη γελάσω όταν σκέφτομαι πόσο τις μισήσανε αντίστοιχα οι περισσότερες συνομήλικές μου.

Χρόνια μετά, ο παππούς έχει πια πεθάνει, η μονοκατοικία στον Άγιο Νικόλαο δεν υπάρχει πια και οι ποδιές είναι μουσειακό είδος, έτυχε να βρεθώ στη Θεσσαλονίκη λίγο πριν τη μεγάλη γιορτή της. Το κρύο τσιμπούσε ευχάριστα και η μεγάλη προμενάδα στο λιμάνι σε καλούσε να δοκιμάσεις τις δυνάμεις σου στο περπάτημα κάτω από μια ατελείωτη σειρά κόκκινα φωτάκια – μην πάει ο νους σας στο κακό, πρόκειται για σύγχρονο βιομηχανικό ντιζάιν… Επίσκεψη στον παππού το Μήτσο δεν μπορώ να πάω πια αλλά έχω μια φίλη καρδιακή της οποίας τα γενέθλια γιορτάζουμε κάθε χρόνο την επομένη του Αι Δημήτρη με όλες τις τιμές. Και σήμερα φυτεύω καινούρια χρυσάνθεμα στο μπαλκόνι μου. Κρατήστε τις μνήμες σας ζωντανές και τα πάθη σβηστά – τα πάθη είπα, όχι το πάθος. Γίνεται! Χρόνια πολλά Ελλάδα!

Συνεχίστε την ανάγνωση

Όμορφα λόγια

Γνώρισα δύο άντρες από το τρελό νησί.

Ο ένας είχε την ηλικία του μπαμπά μου και φώναζε όλα τα κορίτσια «κόρη μου». Ο άλλος ήταν συνομήλικός μου και φώναζε όλα τα κορίτσια «ομορφιά μου».

Μεγάλο πράγμα οι λέξεις. Οι λέξεις χτίζουν εικόνες κι οι εικόνες χτίζουν τον κόσμο που πιστεύουμε και στον οποίο επιλέγουμε να ζήσουμε. Κάποιες λέξεις μας χαϊδεύουν και μας εκπαιδεύουν να αγαπάμε περισσότερο τον εαυτό μας και άλλες είναι χαστούκια που μας γδέρνουν την αυτοεκτίμηση και μας αφήνουν πληγές που προσπαθούμε συνεχώς να γιατρέψουμε.

kori_mou
Φωτογραφία Routine

Ο άνθρωπος λοιπόν που έλεγε όλα τα κορίτσια «κόρη μου» ήταν φροντιστηριακός δάσκαλος και είχα την τύχη να είναι δάσκαλός μου. Μας δίδαξε τη μέθοδο και την οργάνωση σε όλες τις «κόρες» και τα παλικάρια του. Γνώριζε να είναι τρυφερός και αυστηρός συγχρόνως με τις εφηβικές ψυχές. Αγαπούσε τη δουλειά του και μετέφερε το μήνυμα ότι η δουλειά και η γνώση είναι χαρά εφόσον την έχεις επιλέξει.

Το αγόρι τώρα που έλεγε όλα τα κορίτσια «ομορφιά μου» ήταν η προσωποποίηση της χαράς της ζωής. Γελαστός, χιουμορίστας, αφοσιωμένος στους φίλους  και ερωτιάρης με τα κορίτσια. Γενναιόδωρος στις τρυφερές κουβέντες, χάιδευε τα αφτιά των κοριτσιών με τα λόγια ανεξαρτήτως αν είχε σκοπό να τις αγγίξει με τα χέρια του. Και είχε επιδέξια χέρια που ήξεραν να δουλεύουν καλά το ξύλο και το πινέλο με τα χρώματα.

omorfia_mou
Φωτογραφία philos

Να, τέτοια πράγματα θυμήθηκα όταν έπεσα πάνω στην ωραία φωτογραφία του philos που γνωρίζει πώς να αιχμαλωτίζει με τον φακό του στιγμές και συναισθήματα. Και της κρέμασα σκουλαρίκια, δυο δικές μου αναμνήσεις που θέλω να φυλάξω, ακόμα και αν κάποτε η μνήμη μου πάψει να με υπηρετεί. Γιατί οι λέξεις μπορούν να χαϊδεύουν και η ζωή χρειάζεται χάδια!

Συνεχίστε την ανάγνωση

Η Αρουντάτι κι εγώ

Πριν από ένα μήνα έκανα πραγματικότητα μια μκρή μου επιθυμία: έγινα μέλος μιας λέσχης ανάγνωσης (book club, αγγλιστί). Τελευταίως είχα παραμελήσει την ανάγκη μου για διάβασμα και είχα περιοριστεί κυρίως σε αναγνώσματα που είχαν σχέση με τη δουλειά μου. Η πειθαρχία του να ολοκληρώνεις ένα βιβλίο σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, που απαιτείται σε μια τέτοια λέσχη, αναζωογόνησε τα ανακλαστικά μου ως αναγνώστριας.

Το πρώτο βιβλίο που επιλέχθηκε από την επαρκέστατη συντονίστριά μας, το όνομα της οποίας δεν πρόκειται να αποκαλύψω ακόμα, ήταν μια προσωπική πρόκληση για μένα: Ο θεός των μικρών πραγμάτων, της Ινδής Αρουντάτι Ρόι, βραβείο Booker το 1997. Και η πρόκληση έχει να κάνει με το γεγονός ότι ήταν ένα από τα (τρία;) βιβλία που έχω ξεκινήσει στη ζωή μου χωρίς να τα τελειώσω… Για την ακρίβεια το παράτησα στις πρώτες 20 σελίδες.  Αυτό συνέβη το 1997. Είχα βρει ζόρικο τότε, και το θέμα που πραγματευόταν και τον τρόπο γραφής που ήταν κάπως ελλειπτικός και μου ξεγλιστρούσε… Εξάλλου ο πόνος ήταν κάτι που ήθελα να αποφύγω, ακόμα και μέσα στα βιβλία. Κύλησε ο καιρός και ένα διαζύγιο και ένα παιδί αργότερα, το βιβλίο επανεμφανίζεται στο δρόμο μου. Αυτή τη φορά όμοως είμαι αποφασισμένη. Δεν χρειάστηκε όμως να προσπαθήσω πολύ. Από τη στιγμή που άφησα πίσω μου τις πρώτες γνώριμες σκηνές και προχώρησα παραπέρα, το βιβλίο μου παραδόθηκε άνευ όρων και του παραδόθηκα κι εγώ. Όπως δυο εραστές που δεν τα βρίσκουν στις πρώτη τους συνάντηση και όταν ξανασυναντιώνται μετά από χρονια ερωτεύονται παράφορα ο ένας τον άλλον…

Τι λέει όμως η Αρουντάτι;  Διηγείται το χρονικό του τραγικού και αναπάντεχου θανάτου ενός μικρού κοριτσιού σε μια κωμόπολη της Ινδίας στη δεκαετία του 1970. Ποιος άραγε ευθύνεται για το θάνατό της; Ακούμε την ιστορία μέσα από τη διήγηση των δύο διδύμων εξαδέλφων του μοιραίου κοριτσιού. Ο έρωτας ανάμεσα σε μια “Καθαρή” γυναίκα ανώτερης κάστας που μεγαλώνει μόνη τα παιδιά της επειδή ο άνδρας της τους έχει εγκαταλείψει και έναν “Άθικτο” άνδρα, κόντρα στις ταξικές διαφορές και τις δομές που ορίζουν οι κάστες, καθορίζει και στοιχειώνει την ιστορία μας.

Με κέρδισε επειδή μιλάει για δυνατά ανθρώπινα συναισθήματα, god_of_small_thingsξεχειλίζει μάλιστα από αυτά, χωρίς να γίνεται μελοδραματικό ούτε κουραστικό. Με αφορμή έναν τραγικό θάνατο μιλάει για τον φόβο, που τον ονοματίζει και τρόμο  μερικές φορές, για την αγάπη και για την σκληρότητα της πορείας προς την ωριμότητα και την ενηλικίωση. Μιλάει για γνώριμες παιδικές πληγές που φέρουμε οι περισσότεροι από εμάς εντός μας. Και όλα αυτά σε ένα σύμπαν μαγικού ρεαλισμού, με μια γραφή ποιητική, ελλειπτική, άλλοτε γλαφυρή και άλλοτε κοφτή, στακάτο, ανάλογα με το πως προστάζουν οι συνθήκες. Ο τρόπος της γραφής της ακολουθεί τη ροή των συναισθημάτων της  και με συνεπήρε τη δεύτερη φορά επειδή δεν του αντιστάθηκα, αφέθηκα να ακούσω και τα δικά της συνασσθήματα και εκείνα που εξ αντανακλάσεως γεννιόντουσαν μέσα μου. Και εβδομάδες αργότερα, συνεχίζω να το φέρω μέσα μου.

“Μα τη φορά αυτή δεν κρατήθηκε. Δεν του είπε λέξη. Όχι, μέχρι που τον κυρίεψε ο Τρόμος. Όχι ωσότου είδε, τη μια νύχτα μετά την άλλη τη μικρή βάρκα με τα κουπιά να περνάει το ποτάμι. Όχι ώσπου την είδε να ξαναφεύγει την αυγή.

Όχι μέχρις ότου δει τι είχε αγγίξει ο Άθικτος γιος του. Και δεν είχε αγγίξει απλώς.

Είχε μπει μέσα.

Είχε αγαπήσει.”

Συνεχίστε την ανάγνωση