Πριν από ένα μήνα έκανα πραγματικότητα μια μκρή μου επιθυμία: έγινα μέλος μιας λέσχης ανάγνωσης (book club, αγγλιστί). Τελευταίως είχα παραμελήσει την ανάγκη μου για διάβασμα και είχα περιοριστεί κυρίως σε αναγνώσματα που είχαν σχέση με τη δουλειά μου. Η πειθαρχία του να ολοκληρώνεις ένα βιβλίο σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, που απαιτείται σε μια τέτοια λέσχη, αναζωογόνησε τα ανακλαστικά μου ως αναγνώστριας.
Το πρώτο βιβλίο που επιλέχθηκε από την επαρκέστατη συντονίστριά μας, το όνομα της οποίας δεν πρόκειται να αποκαλύψω ακόμα, ήταν μια προσωπική πρόκληση για μένα: Ο θεός των μικρών πραγμάτων, της Ινδής Αρουντάτι Ρόι, βραβείο Booker το 1997. Και η πρόκληση έχει να κάνει με το γεγονός ότι ήταν ένα από τα (τρία;) βιβλία που έχω ξεκινήσει στη ζωή μου χωρίς να τα τελειώσω… Για την ακρίβεια το παράτησα στις πρώτες 20 σελίδες. Αυτό συνέβη το 1997. Είχα βρει ζόρικο τότε, και το θέμα που πραγματευόταν και τον τρόπο γραφής που ήταν κάπως ελλειπτικός και μου ξεγλιστρούσε… Εξάλλου ο πόνος ήταν κάτι που ήθελα να αποφύγω, ακόμα και μέσα στα βιβλία. Κύλησε ο καιρός και ένα διαζύγιο και ένα παιδί αργότερα, το βιβλίο επανεμφανίζεται στο δρόμο μου. Αυτή τη φορά όμοως είμαι αποφασισμένη. Δεν χρειάστηκε όμως να προσπαθήσω πολύ. Από τη στιγμή που άφησα πίσω μου τις πρώτες γνώριμες σκηνές και προχώρησα παραπέρα, το βιβλίο μου παραδόθηκε άνευ όρων και του παραδόθηκα κι εγώ. Όπως δυο εραστές που δεν τα βρίσκουν στις πρώτη τους συνάντηση και όταν ξανασυναντιώνται μετά από χρονια ερωτεύονται παράφορα ο ένας τον άλλον…
Τι λέει όμως η Αρουντάτι; Διηγείται το χρονικό του τραγικού και αναπάντεχου θανάτου ενός μικρού κοριτσιού σε μια κωμόπολη της Ινδίας στη δεκαετία του 1970. Ποιος άραγε ευθύνεται για το θάνατό της; Ακούμε την ιστορία μέσα από τη διήγηση των δύο διδύμων εξαδέλφων του μοιραίου κοριτσιού. Ο έρωτας ανάμεσα σε μια “Καθαρή” γυναίκα ανώτερης κάστας που μεγαλώνει μόνη τα παιδιά της επειδή ο άνδρας της τους έχει εγκαταλείψει και έναν “Άθικτο” άνδρα, κόντρα στις ταξικές διαφορές και τις δομές που ορίζουν οι κάστες, καθορίζει και στοιχειώνει την ιστορία μας.
Με κέρδισε επειδή μιλάει για δυνατά ανθρώπινα συναισθήματα, ξεχειλίζει μάλιστα από αυτά, χωρίς να γίνεται μελοδραματικό ούτε κουραστικό. Με αφορμή έναν τραγικό θάνατο μιλάει για τον φόβο, που τον ονοματίζει και τρόμο μερικές φορές, για την αγάπη και για την σκληρότητα της πορείας προς την ωριμότητα και την ενηλικίωση. Μιλάει για γνώριμες παιδικές πληγές που φέρουμε οι περισσότεροι από εμάς εντός μας. Και όλα αυτά σε ένα σύμπαν μαγικού ρεαλισμού, με μια γραφή ποιητική, ελλειπτική, άλλοτε γλαφυρή και άλλοτε κοφτή, στακάτο, ανάλογα με το πως προστάζουν οι συνθήκες. Ο τρόπος της γραφής της ακολουθεί τη ροή των συναισθημάτων της και με συνεπήρε τη δεύτερη φορά επειδή δεν του αντιστάθηκα, αφέθηκα να ακούσω και τα δικά της συνασσθήματα και εκείνα που εξ αντανακλάσεως γεννιόντουσαν μέσα μου. Και εβδομάδες αργότερα, συνεχίζω να το φέρω μέσα μου.
“Μα τη φορά αυτή δεν κρατήθηκε. Δεν του είπε λέξη. Όχι, μέχρι που τον κυρίεψε ο Τρόμος. Όχι ωσότου είδε, τη μια νύχτα μετά την άλλη τη μικρή βάρκα με τα κουπιά να περνάει το ποτάμι. Όχι ώσπου την είδε να ξαναφεύγει την αυγή.
Όχι μέχρις ότου δει τι είχε αγγίξει ο Άθικτος γιος του. Και δεν είχε αγγίξει απλώς.
Είχε μπει μέσα.
Είχε αγαπήσει.”