Το κίτρινο

Έξω έριχνε χαλάζι. Το άκουγε πώς έσκαγε πάνω στο τζάμι από το χωρίς στόρια παράθυρο του διπλανού δωματίου. Δεν ήταν ασυνήθιστο να ρίχνει και κανένα χαλάζι την άνοιξη. Μόνο να μην της ξυπνούσε το μωρό.

Ευτυχώς το τραπέζι του σαλονιού ήταν αρκετά μεγάλο για να χωρέσει την καλαθούνα με τους κίτρινους φραμπαλάδες και τα γαλάζια ανθάκια. Πλησίασε το κεφάλι της χαμηλά να αφουγκραστεί την ανάσα του μικρού και να γεμίσουν τα μάτια της μωρουδίσιες καμπύλες και μακριά ματοτσίνορα. Δεν τολμούσε να τον χαϊδέψει μην τυχόν και ξυπνήσει. Μόνο έβαλε το χέρι της δίπλα στο μικρό κορμάκι να νιώσει τη ζεστασιά του. Το καλάθι ήταν το πιο χρήσιμο δώρο που της είχαν κάνει για τη γέννηση του γιού της.

mother_loves_baby

Καλά το λένε μοΐς οι Γάλλοι. Σκέφτηκε τον μικρό Μωϋσή αμέριμνο μέσα στο καλάθι του να πλέει μοναχός του στα νερά του Νείλου και τα φοινικόδεντρα να ρίχνουν τη σκιά τους αριστερά δεξιά από το ποτάμι. Μέχρι που το μωρό-Μωϋσής αρχίζει να κλαίει και μια γυναίκα που τον ακούει πλησιάζει, μπαίνει στο νερό ίσαμε τι γόνατο και αρπάζει το καλάθι από τη ροή του ποταμού. Έτσι τους είπε την ιστορία η δασκάλα στο δημοτικό. Της άρεσαν πολύ οι ιστορίες της Παλαιάς Διαθήκης.

Το κλάμα του δικού της μικρού Μωϋσή την έβγαλε από την ονειροπόληση. Να πάρει η ευχή, πάλει δεν είχε καταφέρει να ετοιμάσει το γάλα του μωρού στην ώρα του. Τουλάχιστον είχε έτοιμο ζεστό νερό και δεν θα αργούσε. Χάιδεψε την κοιλίτσα του γιου της, του ψιθύρισε μερικά ακατάληπτα τρυφερά λόγια και κίνησε για την κουζίνα με όσο γρήγορα βήματα της επέτρεπε το πολύτιμο βάρος της καλαθούνας στο δεξί χέρι.

Το κλάμα του παιδιού της τρυπούσε τα αφτιά. Χρειαζόταν και τα δυο της χέρια για να ετοιμάσει το μπιμπερό κι έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να τον πάρει αγκαλιά. Οι πεινασμένες τσιρίδες θα διαρκούσαν μόνο δύο λεπτά, μέχρι να μετρήσει τις μεζούρες από το αναθεματισμένο γάλα σκόνη, να σερβίρει το νερό και να ανακατέψει. Δυο λεπτά που αρκούσαν για να νιώσει άχρηστη και ένοχη. Όπως δηλαδή είχε νιώσει για πρώτη φορά στο μαιευτήριο όταν είδε πως το γάλα δεν έρεε άφθονο απ΄ τα στήθη της όπως στη λεχώνα του διπλανού κρεβατιού παρά στάλαζε λίγο-λίγο σαν σε χαλασμένη βρύση. Κα το μωρό της για κάποιον άγνωστο και ανεξήγητο λόγο είχε μια δυσκολία, μια άρνηση να τη βυζάξει. Κάθε φορά που ξεκινούσε την προσπάθεια μετά από λίγο έσπρωχνε μακριά τη θηλή και έκλαιγε. Μάλλον εκείνη η παιδίατρος με το υπεροπτικό βλέμμα και το άψογο μανικιούρ είχε κάνει τη ζημιά που έβαζε τις νοσοκόμες να ταΐζουν κρυφά τον μικρό της με μπουκάλι. Έκλαψε πολύ στην αρχή μα πέσανε όλοι επάνω της να τη φάνε, σύζυγος, παιδίατρος, πεθερικά. Το παιδί έχανε συνέχεια βάρος της λέγανε. Φοβήθηκε και είπε ναι στο ξένο γάλα. Αυτή που ονειρευόταν να θρέψει μόνη της το μωρό της για ένα χρόνο. Όνειρα θερινής νυχτός… Ή απλώς δεν είχε τσαγανό όπως δήλωσε φαρμακερά η μεσόκοπη γειτόνισσα που ήρθε τάχαμου να ζητήσει ένα φλιτζάνι ζάχαρη τις προάλλες. Μα δεν είχε κανένα θηλυκό κοντά της να της δείξει πως γίνεται. Η μάνα της είχε πεθάνει πριν δυο χρόνια, η μοναδική της θεία ήταν εγκατεστημένη στην Αλεξανδρούπολη, και από την κοριτσοπαρέα, όλες τους ήταν ελεύθερες και άτεκνες. Η τελευταία φορά που είδε γυναίκα να βυζαίνει ήταν πριν είκοσι χρόνια. Όταν ήταν μικρό κορίτσι.

Σήκωσε τον μικρό από την καλαθούνα, τον απίθωσε στον ώμο της και το κλάμα σταμάτησε. Με το ένα της χέρι πήρα το έτοιμο μπουκάλι και πήγε στην αγαπημένη της θέση, στη γωνιά του καναπέ που έβλεπε ουρανό. Βόλεψε την πλάτη της σε δυο ριγέ πατικωμένα μαξιλάρια, ξεκούμπωσε μπροστά την μπλούζα της και ακούμπησε με προσοχή το κεφαλάκι του γιου της στο στήθος της, στο γυμνό της δέρμα. Του έδωσε το λαστιχένιο ρωγοβύζι στο στόμα και αυτός το άρπαξε με λαχτάρα. Έχωσε τη μύτη της στο βρεφικό χνούδι του κεφαλιού και αναστέναξε με ικανοποίηση. Η μυρωδιά που αναβλύζει από τα κεφαλάκια των μωρών είναι η μεγαλύτερη ντόπα της φύσης, ισχυρότερη ακόμα και από τις φερομόνες που κάνουν τα αρσενικά και τα θηλυκά να καβαλιούνται μεταξύ τους. Αφέθηκε να νανουριστεί από τα ρυθμικά πλαταγίσματα της γλώσσας του μωρού που καταβρόχθιζε ηδονικά το ζεστό υγρό. Το χαλάζι είχε πια σταματήσει.

Μικρή ιστορία που γράφτηκε στα πλαίσια άσκησης γραφής με θέμα τις λέξεις «κίτρινο, στήθος, χαλάζι», στο εργαστήριο δημιουργικής γραφής του Βαγγέλη Προβιά.

Συνεχίστε την ανάγνωση