Τα θέατρά μου: Αδαμαντία

Η πρώτη μου φορά στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης ήταν ως δεκαπεντάχρονη μαθήτρια. Ήταν στον Ήχο του όπλου, την τελευταία παράσταση που σκηνοθέτησε ο Κουν πριν πεθάνει – για φαντάσου – την ημέρα της πρεμιέρας. Μας είχε συνοδέψει εκεί, ένα τσούρμο μαθήτριες, ένα ξεχωριστός καθηγητής του σχολείου. Όταν τις προάλλες κατέβηκα τα σκαλιά του Υπογείου για να δω την Αδαμαντία για δευτερόλεπτα μπήκα σε μια δίνη στο χωροχρόνο του μυαλού μου αντικρίζοντας τις τα μπορντό καθίσματα – άραγε ήταν τα ίδια από τότε ή απλώς είχαν ανανεώσει τις ταπετσαρίες με το ίδιο ύφασμα;

adamantia_1

Μετά ανέβηκε στη σκηνή η αγαπημένη μου Μάνια Παπαδημητρίου και έμπλεξε γλυκά τις δικές της θεατρικές εξομολογήσεις για το ξεκίνημά της ως κορίτσι του Χορού στην τραγωδία που σκηνοθετούσε κάποιο καλοκαίρι ο Κουν στην Επίδαυρο. Κι έπειτα η Μάνια ντύθηκε το κομψό παλτό της καπάτσας ράφτρας και εμπόρισσας κυρίας Αδαμαντίας και μοιράστηκε μαζί μας την ιστορία της. Φαινόταν να απολαμβάνει το ρόλο της. Και εμείς απολαμβάναμε εκείνη.

Η Αδαμαντία είναι μια αισθησιακή παράσταση: Ακούς τη Μάνια (Παπαδημητρίου) να μιλάει και να τραγουδάει με το ανάμεικτο γλωσσικό ιδίωμα (και στα αλώνια και στα σαλόνια) της κυρίας Αδαμαντίας, βλέπεις ξανά τη Μάνια να στριφογυρίζει αεικίνητα πάνω στη σκηνή, νομίζεις ότι θα αγγίξεις τα κόκκινα βαμμένα νύχια της που «βάφει» μπροστά σου για τις ανάγκες του ρόλου, και ότι θα μυρίσεις τον ελληνικό καφέ που της σερβίρει η μικρή της «κόρη». Σπάνιο για θεατρικό μονόλογο να είναι τόσο ζωντανός, γεμάτος εικόνες.

Γιατί, ναι, παρόλο που στη σκηνή εμφανίζονται εντελώς βοηθητικά τα τρία παιδιά της Αδαμαντίας, η παράσταση είναι ένας αφηγηματικός μονόλογος που έφτιαξε ο Παναγιώτης Μέντης με έμπνευση τα αληθινά γράμματα που αντάλλαξαν στη διάρκεια πολλών δεκαετιών η Αδαμαντία και ο σύζυγός της Γιάννης, ράφτες και οι δύο στο επάγγελμα. Τα γράμματα βρέθηκαν κάπου στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης.

Η Αδαμαντία είναι μια γυναίκα λαϊκής καταγωγής που ξεκινάει τη ζωή της σε ένα νησί του Αιγαίου, πηγαίνει να μάθει μοδιστρική στην Αθήνα, εκεί γνωρίζει τον Γιάννη, τον παντρεύεται (επειδή παίζει ωραία το μαντολίνο) και μεταναστεύουν στο κοσμοπολίτικο Κάιρο της δεκαετίας του ’40 για μια καλύτερη τύχη. Κάποια στιγμή μετοικεί με τα τρία της παιδιά (και χωρίς τον Γιάννη) στη Θεσσαλονίκη για να δοκιμάσει το εμπορικό της ταπεραμέντο. Σαν μεγαλώσουν τα παιδιά κατεβαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσουν τα παιδιά.

adamantia_2

Και μιλάει, μιλάει, μιλάει, μιλάει και είναι τα λόγια της χείμαρρος: γι’ αυτά που έζησε, γι’ αυτά που έκανε, γι’ αυτά που ένιωσε. Όσο για τη δουλειά, δεν τη φοβάται, δουλεύει σκληρά, πρώτα σαν μοδίστρα κι έπειτα σαν ιδιοκτήτρια «μπουτίκ» που φέρνει οριένταλ στολίδια από την Αίγυπτο για τα σπίτια των καλοκρατούμενων Σαλονικιών. Από το εμπορικό αλισβερίσι της με τον κόσμο της «καλής κοινωνίας» αποκτάει ένα καλό κομπόδεμα και έναν κρυφό εραστή μεγαλοδικηγόρο που αναπληρώνει τη στέρηση του συζύγου που παραμένει στην Αίγυπτο. Η Αδαμαντία δεν μετανιώνει για τίποτα, ούτε καν για τις διευκολύνσεις που της κάνει ο αδελφός της λόγω των σχέσεών του με το παρακράτος. Όλα τα δικαιολογεί με κάποιον τρόπο όπως ο μέσος έλληνας χτες, σήμερα, αύριο στη θέση της. Όλα δείχνουν να έχουν θέση στον αγώνα για επιβίωση και την «εξασφάλιση» των παιδιών. Στο πίσω μέρος της αφήγησης περνάει η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, το μετεμφυλιακό κράτος, η χούντα, η μεταπολίτευση ο Καραμανλής, ο Ανδρέας.

Παρότι δεν έχει πολλά πάρε δώσε με την τέχνη, πάει τρεις φορές στη ζωή της θέατρο, για να δει και τις τρεις την Κλυταιμνήστρα», μία με τον άντρα της, μία με τον γκόμενο και μία με την ενήλικη πια κόρη. Νιώθει να έχει κοινά με την Μυκηναία βασίλισσα που έχει κι αυτή τρία παιδιά και περιμένει χρόνια ατελείωτα τον άντρα της να επιστρέψει. Η τραγωδία είναι μια ευκαιρία να ακούσουμε την καταπιεσμένη οργή για τον άντρα της που την άφησε να φύγει, που δεν της έγραψε ποτέ κάτι τρυφερό, που δεν τη διεκδίκησε.

Η Αδαμαντία ετοιμάζεται για τα βαφτίσια της εγγονής της που θα πάρει το όνομά της και αναρωτιέται αν θα πρέπει να την πουν Διαμαντούλα, ή Διαμάντω. Μπα, Αδαμαντία καλύτερα, ακούγεται βυζαντινό καταλήγει σαρκάζοντας τον εαυτό της και τη φυλή μας.

Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15 στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, Υπόγειο Πεσμαζόγλου 5, τηλ. 2103228706, από 11 Ιανουαρίου έως 26 Απριλίου.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

1 Σχόλιο

Αφήστε το σχόλιό σας

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.