Και πάλι εδώ, μετά από μια μακριά περίοδο αυτο-λογοκρισίας στην οποία όποτε άρχιζα να γράφω κάτι σύντομα το διέκοπτα είτε επειδή άρχιζα να χασμουριέμαι είτε επειδή βούλωνα το στόμα μου με σοκολάτα.
Περνώ τον Αύγουστο στην πόλη, όπως πολλές άλλες χρονιές. Άλλοτε με πείραζε αυτό, λίγο γιατί ζήλευα τους φίλους που μπορούσαν να είναι στη θάλασσα ή το βουνό επιβεβαιώνοντας τον μύθο του ελληνικού καλοκαιριού και πολύ περισσότερο επειδή η παραμονή μου στην πόλη μου στερούσε την ευκαιρία να ανήκω στην εκλεκτή φυλή, αυτή των ανέμελων ελλήνων παραθεριστών.
Πλέον έχω τη δική μου μικρή φυλή των παραθεριστών του άστεως που μου έχει χορτάσει τη λαχτάρα του ανήκειν. Έχουμε τις δικές μας μικρές τελετουργίες, θαλασσινές βουτιές στα πέριξ της Αττικής, θερινά σινεμαδάκια σε όλες αδιακρίτως τις συνοικίες, περιπάτους τουριστικού τύπου στο Θησείο και άλλα τέτοια μικροαστικά.
Τις ώρες που είμαι μόνη μου, αν δεν δουλεύω, διαβάζω, ποτίζω τις γλάστρες μου, δοκιμάζω νέες και παλιές γεύσεις παγωτού, βλέπω ταινίες στο λάπτοπ και ρεμβάζω εσωτερικά το παρελθόν μου όπως κάθε μεσήλικας που σέβεται τον εαυτό του. Οι διακοπές του Ιουλίου (νάτο το ένοχο μυστικό!) είναι πολύ πρόσφατες για να τις νοσταλγήσω, τις αφήνω ανέγγιχτο υλικό για τον χειμώνα.
Τις προάλλες έφαγα δύο σύκα φρεσκοκομμένα από το περιβόλι αγαπημένου μου ανθρώπου. Είχα να δοκιμάσω από την εφηβεία μου γιατί με αηδίαζαν. Μπορώ να πω ότι μου ψιλοάρεσαν αυτή τη φορά όπως τα μασουλούσα με προσοχή μαζί με ένα κομμάτι γραβιέρας για να μου κόβει το λίγωμα. Αυτή ίσως ήταν η πιο αποφασιστική στιγμή της συμφιλίωσής μου με τον Αύγουστο.
Δεν προσδοκώ ανάσταση νεκρών στο αυριανό “Πάσχα του καλοκαιριού”, όμως προσδοκώ να με ξυπνήσει ο εορταστικός ήχος από τις καμπάνες. Εξάλλου το δεύτερο, άγνωστο σχεδόν σε όλους όνομά μου είναι Μαρία. Να αγαπάτε τη φυλή σας και καλό Δεκαπενταύγουστο!