Μια φορά κι έναν καιρό, όταν ο γιος μου ήταν τριών είχαμε εκδράμει στης γειτονιάς το κοντινό παρκάκι για την καθιερωμένη μας βόλτα. Το παιδί μου δεν είχε ακόμη εμπεδώσει τον μηχανισμό “κουνάω τα πόδια μου μπρος-πίσω και κάνω την κούνια να πάει ψηλά”. Έτσι στεκόμουν πίσω του όπως κάνουν οι μανάδες χιλιάδες χρόνια τώρα πίσω από κάθε λογής αιώρες και τον έσπρωχνα μαλακά με τις παλάμες για να φεύγει μπροστά. Ο διπλανός …συνάδελφος όμως ήταν μεγαλύτερος (τον έκοβα για πέντε-έξι χρονών) και κουνιόταν μόνος του, και φυσικά ψηλότερα. Κάποια στιγμή λοιπόν ο πεντάχρονος νεαρός με κοίταξε βλοσυρά και μετά γύρισε στον γιο μου και του δήλωσε: Δεν πας ψηλά. Να πεις στην αδελφή σου να σε σπρώχνει πιο δυνατά.
Για να ακούν οι μικροί και να μαθαίνουν οι μεγαλύτεροι άντρες. Με αγάπη από την προσωπική μου γυάλα των αναμνήσεων.