Στις παραλίες του νησιού μας συμβαίνουν μαγικά πράγματα. Όχι κάθε μέρα όμως. Ούτε τις μέρες που τα περιμένεις με το ντουφέκι να συμβούν. Γιατί όλοι έχουμε κάτι μέρες που λέμε αχ και να μου τύχαινε κάτι ξεχωριστό σήμερα, να κέρδιζα το λαχείο, να γνώριζα τον άντρα/τη γυναίκα της ζωής μου, να έβλεπα ένα διπλό ουράνιο τόξο και δεν συμμαζεύεται. Και τότε όχι μόνο δεν συμβαίνει τίποτα το εντυπωσιακό μα, θαρρείς για να μας εκνευρίσει περισσότερο, δεν συμβαίνει ούτε κάτι τόσο δα μικράκι, κάτι που να χρωματίσει τη μονοτονία της καθημερινότητας, να σπάσει τη γκίνια και να διώξει τη γκρίνια.
Και όσο οι προσδοκίες μεγαλώνουν τόσο οι πιθανότητες να συμβεί κάτι όμορφο ή μάλλον να ανοίξουμε τα μάτια μας για να παρατηρήσουμε το όμορφο που εκτυλίσσεται παραδίπλα, μικραίνουν. Απίστευτο πώς μας ταλαιπωρούν οι προσδοκίες μας, πώς υφαίνουν γύρω μας ένα κουκούλι που απομονώνει και απομακρύνει από τη χαρά και την ικανοποίηση, πώς μας εμποδίζουν να σκεφτούμε προς όφελός μας τελικά.
Ένα απόγευμα λοιπόν που είχα πάει για μπάνιο με τα παιδιά και είχα τιςκλειστές μου κουρδίστηκα και αποφάσισα ξαφνικά ότι για εκείνο μόνο το απόγευμα δεν θα ζητούσα τίποτα από το Θεό-τη φύση-τη μοίρα μου και απλώς θα αφηνόμουν στις αισθήσεις μου να χαρώ το νερό της θάλασσας, τα βοτσαλάκια, τα χρώματα της δύσης.
Αφού έκανα τη βουτιά μου άρχισα να περπατάω πλάι στο κύμα προσηλωμένη στο τρίξιμο που έκαναν τα βοτσσαλάκια κάτω από τις γυμνές μου πατούσες. Κι εκεί που μετρούσα την παραλία με τα βήματά μου κάτι ξεχώρισε ανάμεσα στα πετραδάκια, κάτι μικρό, άσπρο και μπλε, που δεν έμοιαζε να το έχει φτιάξει η φύση αλλά ανθρώπινα χέρια.
Το σήκωσα στα χέρια μου για να το εξετάσω από κοντά. Ήταν ένα μικρό θραύσμα λευκής πορσελάνης με μπλε σχέδια που το κύμα του είχε λειάνει τις αιχμές όπως κάνει με όλα τα πράγματα που συναντάει στο διάβα του. Άραγε από πού είχε έρθει. Από κάποιο εξοχικό ευκατάστατων αστών που δειπνούσαν με λινό τραπεζομάντιλο και σερβίτσιο 12 τεμαχίων με μπλε και άσπρα σχέδια; Από την κούπα του καφέ που χάρισε σε κάποιον φοιτητή η αγαπημένη του; Από την πιατέλα με τα κινέζικα σχέδια που έφερε ένας παππούς στη γυναίκα του από κάποιο ταξίδι όταν άλλοτε μπάρκαρε με τα καράβια;
Φυσικά δεν θα μπορούσα να ξέρω. Ξέρω μόνο πως μου αρέσουν τα χρωματιστά βοτσαλάκια και οι ανθρωπινες ιστορίες. Και πως τη μέρα που δεν ζήτησα τίποτα η θάλασσα μου έστειλε δώρο ένα μικρό ανεκτίμητο θραύσμα της ιστορίας κάποιων άλλων ανθρώπων. Το έχω φυλάξει αυτό το θραύσμα μέσα σ’ ένα διάφανο πουγγί, σε μια γωνιά του ταξιδιωτικού μου νεσεσέρ, δίπλα στις κρέμες, το καθρεφτάκι και τη λίμα για τα νύχια. Συνήθως χάνεται κάτω από το σωρό των μικροπραγμάτων που γεμίζουν το παραφουσκωμένο τσαντάκι. Όταν όμως αδειάζω το περιεχόμενό του για να αναζητήσω κάτι χρήσιμο, τότε ξεπηδάει θυμίζοντας μου ότι κάτι ξεχωριστό κρύβεται ανάμεσα στα υπάρχοντά μου.
1 Σχόλιο
Λες ε; Λοιπόν, ποιήτρια υπήρξα μόνο στα μικράτα μου, μέχρι και την εφηβεία. Από τότε δεν μου έχει ξαναέρθει η επιθυμία. Μέχρι σήμερα τουλάχιστον.