Ευχαριστήριο γράμμα στο φετινό καλοκαίρι

Μετά από έναν συναισθηματικά πολύ δύσκολο χειμώνα ήρθε το καλοκαίρι. Και έφτασε η ώρα που θα ξαναέκανα διακοπές! Για 15 ημέρες βουτούσα ανελλειπώς στο  θαλασσινό νερό και ανέπνεα τον λεπτό νησιώτικο αέρα. Φεύγοντας δίπλωσα με ευγνωμοσύνη μέσα στα μπαγκάζια της επιστροφής στιγμές ομορφιάς για τους επόμενους μήνες.

Όταν ξεκινάς τις διακοπές με καινούρια πέδιλα – δώρο νιώθεις να ξαναγίνεσαι πάλι παιδί!

Τα πρώτα θαλασσινά λάφυρα. Ξέρεις πια ότι είσαι στο νησί.

Πίνεις δροσερούς χυμούς το απομεσήμερο σε μια παχιά σκιά με την ξαδέλφη σου.

Καθώς περπατάς για τα ψώνα της ημέρας στο φούρνο και στο χασάπη στη Χώρα κρυφοκοιτάς τις εξώθυρες στα στενά.

Ταξιδεεύεις με τον νου έναν αιώνα πίσω στην ιστορία του νησιού πίσω από τη σήτα ενός παραθύρου.

Σε γαργαλάει η σκέψη πώς θα ήταν αν ήσουν εσύ πάνω στο πατίνι στην πλατεία του χωριού.

Θαυμάζεις μια μερακλίδικη αυλή.

Μπιράζεσαι με τη μητέρα σου μαραθοτηγανίτες για βραδινό.

Ζηλεύεις τη γάτα σου που αράζει στα πιο αεράτα πεζούλια.

Θυμάσαι παλιές ιστορίες της Βίβλου από το σχολείο.

Χαίρεσαι να ακούς την άμμο να σπάει κάτω από τα αθλητικά σου και να ανακαλύπτεις συστάδες από ντελικάτα κρινάκια της θάλασσας.

Περνάς από τη γειτονιά ενός χωριού που την έχει αγγίξει κάπως βάναυσα ο χρόνος και θαρρείς πώς βρίσκεσαι σε πλάνο ταινίας του Αγγελόπουλου.

Χαμογελάς αυθόρμητα και χαίρεσαι με το χιούμορ και την επιχειρηματική ευφυία κάποιων μαγαζατόρων.

Αγκαλιάζεις και αγαπάς την ανάμειξη αρχιτεκτονικών ρυθμών και ανθρώπιων δοξασιών.

Αφήνεις τις αισθήσεις σου να πολιορκηθούν από την απρόσμενη ευωδιά και τα ζουμιά μιας ντομάτας τριαντάφυλλο σερβιρισμένης με μπόλικη κάπαρη.

Παρασύρεσαι από τη γοητεία της απλότητας που απλώς υπάρχει και δεν ξέρει από ντιζάιν και μάρκετινγκ.

Χαίρεσαι που το νησί σου απέκτησε ανταλλακτική βιβλιοθήκη.

Με όμορφα βιβλία και όμορφα τσιτάτα.

Καμαρώνεις τα περήφανα πλεούμενα στο λιμάνι όπως έκανε άλλοτε ο μπαμπάς σου και εσύ μαζί με τον μπαμπά σου. Και ξέρεις πως αν ήσουν πλοίο θα σου άρεσε να σε λεν κι εσένα Ability.

Συνεχίστε την ανάγνωση

Ο αγώνας που περπάτησα

Το πρώτο σαββατοκύριακο του Δεκέμβρη βρέθηκα στο νησί μου, την Τήνο, με πονηρό σκοπό: Πήγα να γίνω κομμάτι ενός πολύχρωμου πλήθους δρομέων, να συμμετέχω κι εγώ στον αγώνα ορεινού τρεξίματος TINOS CHALLENGE 2017. Εδώ και έναν χρόνο έχω μεταμορφωθεί σαν τόσους άλλους σε μια αστική δρομέα και απολαμβάνω τη βελτίωση στην αντοχή μου (περπάτημα και τρέξιμο) και την ικανοποίηση που προσφέρει η συμμετοχή στα πεντάρια των λαϊκών αγώνων τρεξίματος που γίνονται στην Αθήνα και τα περίχωρα.

Κάτω από τη σκιά του Ξώμπουργκου και των καθολικών αγίων
Κάτω από τη σκιά του βράχου του Ξώμπουργκου και των καθολικών αγίων

Από ορεινό τρέξιμο όμως δεν γνώριζα τίποτα. Πήγα για να τιμήσω τον τόπο καταγωγής μου και να χαρώ την παρέα καλών φίλων που ζουν μόνιμα στο νησί. Και ήταν ένας αγώνας… πραγματικό challenge για όλους μας. ‘Ημουν από τους τυχερούς που έφτασαν στην Τήνο Παρασκευή βράδυ γιατί το επόμενο πρωί δόθηκε απαγορευτικό απόπλου από τη Ραφήνα και μπορούσες να προσεγγίσεις το νησί μόνο από Πειραιά.

Προθέρμανση
Προθέρμανση

Η διοργάνωση είχε 3 επιμέρους αγώνες, το vertical που ήταν ένα τρέξιμο ανάβαση 1,5 χιλιομέτρου με σημαντική κλίση (κάθετη ανάβαση στην κυριολεξία) για γερά πόδια και ακόμα πιο γερά πνευμόνια και δύο επιλογές αγώνων την Κυριακή: 4,5 χιλιόμετρα για τα νεούδια σαν εμένα ή 20 χιλιόμετρα για τους σοβαρούς δρομείς (λίγο-πολύ τον γύρο του νησιού). Η εκκίνηση και για τις δύο κούρσες ήταν νωρίς το πρωί της Κυριακής στον πολύ ιδιαίτερο χώρο της Μονής Ιεράς Καρδίας με τα αγάλματα των καθολικών αγίων στο προαύλιο να μας κοιτούν, δίπλα στον επιβλητικό βράχο του Ξώμπουργκου.

Τα κόκκινα βελάκια μας δείχνουν το δρόμο
Τα κόκκινα βελάκια μας δείχνουν το δρόμο

Οι διοργανωτές του αγώνα, φιλόξενοι και ευφάνταστοι άνθρωποι, μας είχαν ετοιμάσει πρόγευμα την Κυριακή το πρωί με παραδοσιακά προϊόντα της ελληνικής φύσης. Έτσι 2 ώρες πριν τρέξω βρέθηκα να ρουφάω ένα καυτό τσάι με κρόκο και λεμόνι και να δαγκώνω πότε το φρέσκο βραστό αυγουλάκι, πότε τη φέτα μου από το ζουμερό κέικ μήλου και την αλμυρή τάρτα με ντοματούλα και κρεμμυδάκι. Γνωστή λιχούδα, δεν είναι τυχαίο ότι ο φακός του φωτογράφου των αγώνων με συνέλαβε στον μπουφέ!

Μοτοσυκλετιστές με κάμερα στο κράνος καλύπτουν τη διαδρομή μας - ουάου!
Μοτοσυκλετιστές με κάμερα στο κράνος καλύπτουν τη διαδρομή μας – ουάου!

Μετά μας βγάλανε έξω να συνηθίσουμε τις παγωμένες ριπές του πρωινού αέρα που είναι ιδιαίτερα δυνατός σε εκείνη την τοποθεσία. Κοιτάζοντας καλύτερα τους συναθλητές μου και τους μύες τους κατάλαβα ότι ήμουν ο λάθος άνθρωπος στο λάθος μέρος όμως η ατμόσφαιρα ήταν πολύ φιλική κι έτσι… έμεινα! Όταν ήρθε η στιγμή δόθηκε η εκκίνηση με τον πιο πρωτότυπο και εντυπωσιακό τρόπο: με μια κανονιά. Μπουμ!

Ποιος σκαντζόχοιρος;
Ποιος σκαντζόχοιρος;

Μετά το πρώτο μικρό κομμάτι ασφάλτου κατηφορίσαμε σε ένα από τα καλντερίμια του νησιού. Αυτό άλλωστε ήταν και το ζητούμενο: να γνωρίσει ο κόσμος την παράδοση και τις ομορφιές της Τήνου. Και τότε κατάλαβα ότι δεν θα κατάφερνα να τρέξω! Μέχρι τότε είχα τρέξει στη ζωή μου μόνο σε ταρτάν και στην άσφαλτο. Είχε ρίξει στο νησί ένα ψιλόβροχο το προηγούμενο βράδυ και το παλιό, σπασμένο καλντερίμι παρέμενε ακόμα υγρό μιας που ο ήλιος δεν είχε ψηλώσει ακόμα. Γλιστρούσα σε κάθε μου πάτημα. Δεν είχα εμπειρία από ανώμαλο δρόμο και ευτυχώς το συνειδητοποίησα γρήγορα. Επειδή δεν προλάβαινα να αποκτήσω την εμπειρία που μου έλειπε επιτόπου χωρίς να πάθω κάταγμα, άφησα κατά μέρος τις ντροπές και αποφάσισα να κάνω το αυτονόητο: να περπατήσω την πανέμορφη διαδρομή με βήμα ταχύ! Έτσι είχα και την ευκαιρία να απολαύσω το κάθε λουλούδι, φυλλαράκι, πετραδάκι στο δρόμο μου. Έκανα και γνωριμίες!

Η περιπατήτρια τερμάτισε
Η περιπατήτρια τερμάτισε

Τερμάτισα αρτιμελής, με ροδισμένα μάγουλα από τον ήλιο και όχι, δεν ήμουν τελευταία, υπήρξαν κι άλλοι «φυσιολάτρες» πίσω από εμένα! Ευχαριστήθηκα πολύ αυτό το μικρό οδοιπορικό στην Τήνο και εύχομαι στους διοργανωτές και του χρόνου! Στολίδι μου και φυλαχτό το τραγί -ξύλινο αναμνηστικό μετάλλιο που όπως βλέπετε απέκτησε περίοπτη θέση στο τραπέζι μου!

Το ξύλινο τραγί - έπαθλο στολίδι και καμάρι μου
Το ξύλινο τραγί – έπαθλο στολίδι και καμάρι μου!
Συνεχίστε την ανάγνωση

Το κρεμεζί μαργαριτάρι

Γυρίζατε όλοι από τις διακοπές σας; Επιστρέψατε ο κάθε κατεργάρης και η κάθε κατεργάρα στον πάγκο του ή έστω στο μεταλλιζέ γκρι γραφείο του; Ε, για να μπει γλυκά η σεζόν θα σας πω ένα παραδοσιακό παραμύθι, έτσι όπως το άκουσα μια βραδιά του Αυγούστου με πανσέληνο σε ένα χωριό της Τήνου από την αφηγήτρια Αναστασία Φλωράκη.

Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα βασίλειο μακριά-μακριά από εδώ, ζούσε λένε ένας βασιλιάς που είχε τρεις κόρες. Τρεις κόρες σαν τα κρύα τα νερά, η μια πιο όμορφη από την άλλη και η τρίτη η μικρότερη πιο όμορφη από όλες.

Μα, μια μέρα, ήρθανε κακά μαντάτα στο βασίλειο. Ο βασιλιάς έπρεπε να φύγει, έπρεπε να πάει να πολεμήσει. Έκανε λοιπόν τα προετοιμασίες του και όταν έφτασε η ώρα να αποχαιρετίσει τα κορίτσια του τους ζήτησε να του πούνε τι θέλουνε να τους φέρει όταν γυρίσει πίσω με το καλό.

Λέει λοιπόν η μεγάλη κόρη, Πατέρα μου εγώ θέλω να μου φέρεις μια χτένα. Μια χτένα φτιαγμένη από χρυσάφι και διαμάντια. Α, λέει η δεύτερη, εγώ πατέρα θέλω να μου φέρεις δυο βραχιόλια. Δυο βραχιόλια φτιαγμένα από χρυσάφι και διαμάντια. Η τρίτη η μικρότερη δεν μιλούσε. Εσύ, τι θέλεις να σου φέρω σαν γυρίσω, τη ρωτάει ο πατέρας. Εγώ πατέρα μου δεν θέλω τίποτα. Μονάχα να γυρίσεις με το καλό. Α, λέει ο βασιλιάς, δεν γίνεται, αφού θα φέρω στις αδελφές σου. Θέλω να μου πεις τι θέλεις να σου φέρω.

sxedon panselinos

Με τα πολλά την έπεισε. Και του λέει λοιπόν εκείνη, Πατέρα μου θέλω μονάχα να μου φέρεις το κρεμεζί μαργαριτάρι. Μα αφού μου το υποσχέθηκες, θέλω να μου το φέρεις οπωσδήποτε. Να μην γυρίσεις αν δεν το βρεις. Κι αν κάνεις πως γυρίσεις να μαρμαρώσει το καράβι, να πετρώσει και να μην πηγαίνει ούτε μπροστά ούτε πίσω. Εντάξει κόρη μου, λέει, στο υπόσχομαι θα σου το φέρω.

Πέρασε ο καιρός, τελείωσε ο πόλεμος, νίκησε ο βασιλιάς, και έφτασε η ώρα να γυρίσει στο σπίτι του. Πέρασε λοιπόν από μια μεγάλη πόλη πριν ανέβει στο πλοίο που θα τον πήγαινε πίσω στο βασίλειό του. Η πιο μεγάλη πόλη από αυτές που έχεις ακούσει. Και πήγε σε ένα μαγαζί, το πιο μεγάλο από όλα. Και είχε αυτό το μαγαζί κοσμήματα από όλα τα μέρη του κόσμου, με χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια, από τα βάθη της Ανατολής, σμιλεμένα από τους καλύτερους μαστόρους, άξια να τα φορέσουνε πριγκίπισσες και βασίλισσες. Είπε λοιπόν και του έφεραν 40 χτένια και 40 βραχιόλια κι εκείνος διάλεξε τα πιο βαριά και τα πιο όμορφα για τις δυο μεγάλες του κόρες. Μα σαν ζήτησε το κρεμεζί μαργαριτάρι, δεν ήξερε κανένας τίποτα. Έφυγε λοιπόν άπραγος από τη μεγάλη πολιτεία.

Μα δεν ξέχασε την υπόσχεσή του και σταμάτησε σε όλες τις πόλεις και σε όλα τα χωριά, μικρά και μεγάλα για να το βρει όμως δεν ήξερε πουθενά, κανένας, τίποτα. Έτσι λοιπόν, με τα δώρα για τις δυο μεγάλες του κόρες αλλά χωρίς το κρεμεζί μαργαριτάρι πήρε το καράβι που θα τον πήγαινε πίσω στο βασίλειό του.

Μα σαν έφτασε στη μέση του πελάγους μαρμάρωσε η θάλασσα, πέτρωσε το τιμόνι, έπεσε ο αέρας και το καράβι δεν πήγαινε μήτε εμπρός μήτε πίσω. Κανένας πάνω στο καράβι δεν ήξερε τι ήταν αυτό που το προκαλούσε και κανένας δεν ήξερε και πώς να το διορθώσει. Στο τέλος μονάχα ένας γέρος ναυτικός σηκώθηκε και είπε: Αυτό είναι μια υπόσχεση που δεν έχει τηρηθεί. Κάποιος από εμάς δεν τήρησε μια υπόσχεση και γι’ αυτό μαρμάρωσε το καράβι. Τότε λοιπόν σηκώθηκε ο βασιλιάς και φώναξε, Εγώ, έδωσα μια υπόσχεση στη μικρότερή μου κόρη και δεν την τήρησα. Μου είπε να της φέρω το κρεμεζί μαργαριτάρι μα δεν το βρήκα σε κανένα μαγαζί από όσα επισκέφθηκα. Βασιλιά μου, είπε ο γέρος ναυτικός, για να βρεις το κρεμεζί μαργαριτάρι πρέπει να ξέρεις τι ψάχνεις. Επειδή το κρεμεζί μαργαριτάρι δεν είναι ούτε στολίδι ούτε κόσμημα. Μονάχα είναι ένα βασιλόπουλο, ένα ωραίο παλικάρι, σε βασίλειο όχι μακριά από εδώ.

onomata_anemon

Ο βασιλιάς σαν το άκουσε αυτό χάρηκε πάρα πολύ. Είπε λοιπόν, Βάλτε πλώρη για εκείνο το βασίλειο. Και σαν έδωσε τη διαταγή, αμέσως ξεμαρμάρωσε η θάλασσα, σηκώθηκε ούριος άνεμος και μέσα σε λίγες μέρες έφτασαν στο βασίλειο που ψάχνανε. Πήγε λοιπόν εκεί, βρήκε το βασιλόπουλο και του είπε: Παλικάρι μου, η κόρη μου με έστειλε να σε βρω. Μου παρήγγειλε να σε πάρω μαζί μου γιατί έχει ακούσει για σένα και θέλει λέει να σε παντρευτεί. Α, λέει το βασιλόπουλο, πολλές θέλουν να με παντρευτούν. Ναι, λέει ο βασιλιάς, όμως καμιά δεν είναι όμορφη σαν την κόρη μου. Και έβγαλε το μενταγιόν που φορούσε γύρω από το λαιμό του, το άνοιξε και του την έδειξε. Και το παλικάρι έχασε τη λαλιά του γιατί πιο όμορφη κοπέλα από αυτήν δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του, όσα ταξίδια κι αν είχε κάνει. Λέει λοιπόν Βασιλιά μου θα έρθω να τη συναντήσω. Σε 15 ημέρες από σήμερα θα της πεις να έχει ανοιχτά τα παραθύρια της και δίπλα στο παραθύρι να έχει μια μεγάλη λεκάνη γεμάτη με γάλα κι εγώ θα γίνω αετός, θα πετάξω και πάω να τη βρω. Και μετά θα γίνω άνθρωπος και θα της μιλήσω.

Και ο βασιλιάς έφυγε χαρούμενος. Πήρε το πλοίο του και χωρίς άλλα προβλήματα έφτασε στον τόπο του. Εκεί τον υποδέχτηκαν οι τρεις του κόρες, χαρούμενες που τον έβλεπαν. Εκείνος έδωσε στη μεγάλη του κόρη τη χτένα φτιαγμένη από χρυσάφι και διαμάντια. Στη μεσαία του κόρη έδωσε τα δύο βραχιόλια φτιαγμένα από χρυσάφι και διαμάντια και γύρισε και είπε στη μικρότερή του κόρη, Κόρη μου, βρήκα το Κρεμεζί μαργαριτάρι και μου παρήγγειλε να σου πω ότι σε 15 μέρες θα έρθει να σε βρει. Μονάχα θέλει από σένα να έχεις ανοιχτό το παραθύρι σου κι εκείνος θα γίνει αετός και θα έρθει να σε βρει. Θέλει όμως μια μεγάλη λεκάνη με γάλα δίπλα στο παράθυρο. 

paramythi

Η κόρη του χαρούμενη, τον αγκάλιαζε, τον φιλούσε και του λέει, Πατέρα μου, το ‘ξερα πως θα τον έβρισκες και έτρεξε αμέσως να αρχίσει τις ετοιμασίες. Ήθελε να είναι όλα τέλεια για τον ερχομό του βασιλόπουλου. Έτσι λοιπόν έραψε καινούρια ρούχα και με τις γυναίκες του παλατιού έφτιαξε γλυκά ένα σωρό, και παστέλια, και αμυγδαλωτά και ξεροτήγανα και περίμενε το Κρεμεζί Μαργαριτάρι. Σαν πέρασαν οι 15 μέρες πήρε μια λεκάνη με γάλα και την έβαλε δίπλα στο παραθύρι της, το άφησε ανοιχτό και περίμενε. Δεν περίμενε πολύ και μετά από λίγο άκουσε ένα φλοπ-φλοπ, φλοπ-φλοπ, και ένας μεγάλος περήφανος αετός έκανε το γύρο του παλατιού και προσγειώθηκε στο παραθύρι της, μέσα στη λεκάνη με το γάλα. Εκεί πλύθηκε με το γάλα, ήπιε και λίγο, και έπεσαν από πάνω του τα φτερά, και εμφανίστηκε ένα ωραίο παλικάρι. Και κάτσανε μαζί και μιλήσανε μέχρι αργά το απόγευμα. Σαν έπεσε ο ήλιος λέει το παλικάρι στην κοπέλα. Θα έρθω να σε ξαναβρώ, να μιλήσουμε να κανονίσουμε τα του γάμου. Σε 15 μέρες. Μονάχα από σένα θέλω να έχεις ανοιχτό το παραθύρι σου και μια μεγάλη λεκάνη με γάλα κι εγώ θα έρθω, θα πετάξω, θα γίνω αετός και μετά θα γίνω άνθρωπος για να μιλήσουμε. Και ξαν’αγινε αετός, πέταξε και έφυγε μακριά.

Η μικρότερη κόρη ήταν πολύ ευτυχισμένη. Όλη μέρα τραγουδούσε και χόρευε, χόρευε και τραγουδούσε. Έκανε τις ετοιμασίες της και μετά από 15 μέρες έβαλε μια μεγάλη λεκάνη με γάλα δίπλα στο παραθύρι της και περίμενε το παλικάρι. Όμως, όπως ξέρετε, η κακία υπάρχει παντού. Οι αδελφές όμως ζήλεψαν τη μικρότερη αδελφή τους. Κοίτα, λέγανε που εμείς μόνο πήραμε διαμάντια και χρυσάφι κι εκείνη η μικρότερη θα παντρευτεί πριν από εμάς, θα πάρει και το βασιλόπουλο. Έτσι λοιπόν οι δυο μεγάλες αδελφές της βασιλοπούλας έτριψαν γυαλιά και τα έκαναν ψιλά-ψιλά και τα έβαλαν μέσα στη λεκάνη με το γάλα, να μπηχτεί το βασιλόπουλο, το Κρεμεζί Μαργαριτάρι, να πονέσει και να μην ξανάρθει. Όταν λοιπόν ακούστηκε εκείνο το φλοπ-φλοπ και είδανε τον αετό να γυρνάει γύρω από το παλάτι και να προσγειώνεται στο παραθύρι της βασιλοπούλας μέσα στη λεκάνη με το γάλα εκείνο δεν πρόλαβε να τινάξει τα φτερά του γιατί μπήχτηκαν μέσα του τα γυαλιά, πόνεσε, και χωρίς να βγάλει μιλιά, πέταξε μακριά. Η βασιλοπούλα μόλις είδε τη λεκάνη με το γάλα βαμμένη με το αίμα του βασιλόπουλου κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. Αχ, οι κακούργες οι αδελφές μου το κάνανε. Με δάκρυα στα μάτια έτρεξε στον πατέρα της. Πατέρα μου, του είπε Εγώ θα φύγω, θα πάω μόνη μου να βρω το Κρεμεζί Μαργαριτάρι. Πήρε λοιπόν μια σακούλα γεμάτη με φλουριά και πήρε τους δρόμους.

Και περπατούσε νύχτα και μέρα, μέρα και νύχτα, ατέλειωτες μέρες, πέρασε λαγκάδια, πέρασε βουνά, πέρασε πόλεις μικρές και μεγάλες κι έψαχνε να βρει το Κρεμεζί Μαργαριτάρι. Μια μέρα, περπατούσε σε μια μεγάλη πολιτεία, μια παράξενα ήσυχη πολιτεία. Κανένας δεν μιλούσε, όλοι φαινόντουσαν στενοχωρημένοι και ψιθύριζαν μεταξύ τους. Ρωτάει έναν στην αγορά, τι συμβαίνει; Αχ κορίτσι μου, το βασιλόπουλό μας, το Κρεμεζί Μαργαριτάρι, είναι βαριά άρρωστο και μάλλον θα πεθάνει. Από όλα τα μέρη του κόσμου τον έχουνε επισκεφθεί γιατροί μα κανένας γιατρός δεν μπόρεσε να βρει τι έχει και να τον κάνει καλά. Η βασιλοπούλα έπεσε να πεθάνει από τη στενοχώρια της. Όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι. Μονάχα καθότανε έξω από τους κήπους του παλατιού και συλλογιζόταν τι μπορεί να κάνει για να σώσει το βασιλόπουλο. Κι εκεί που καθόταν, άκουσε ξαφνικά ομιλίες. Κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο κι έσκυψε μπροστά να δε ποιος μιλούσε. Και είδε σε ένα δέντρο, το πιο ψηλό δέντρο του κήπου στο πιο ψηλό κλαδί, να κάθονται τρία πουλάκια και αποκάτω καθόταν μία νεράιδα και τα τάιζε και τους έλεγε: Αχ, πουλάκια μου, μα να ΄ναι η γιατρειά μπροστά στα μάτια τους και να μην μπορούνε να τη δούνε! Ποιος να βρεθεί να τους πει ότι αν πιάσει κανείς αυτά τα τρία πουλάκια και φτιάξει σκόνη από τα φτερά τους και την ανακατέψει με λάδι και αλείψει τρεις μέρες το βασιλόπουλο εκείνα τα γυαλιά θα πέσουν και θα γίνει καλά.

peristeri

Και έφυγε η νεράιδα, ανέβηκε ο ήλιος, ξημέρωσε η μέρα. Και το πρωί βρήκε τη βασιλοπούλα να κάθεται κάτω από το δέντρο και να σκέφτεται πώς μπορεί να πιάσει αυτά τα τρία πουλάκια. Εκείνη την ώρα περνάει ένας κυνηγός. Αχ κυνηγέ του λέει, αν σου δώσω ένα φλουρί για κάθε πουλάκι θα μου πιάσεις αυτά τα πουλάκια να μου τα φέρεις; Να στα πιάσω, είπε ο κυνηγός και στη στιγμή έπιασε τα τρία πουλάκια και τα πήγε στη βασιλοπούλα. Η βασιλοπούλα δεν έχασε χρόνο. Άλλωστε το βασιλόπουλο είχε πολύ λίγο και έφτιαξε σκόνη από τα φτερά τους, την έβαλε σε ένα μικρό πουγκί και ξεκίνησε για το παλάτι. Μπροστά στην πύλη του παλατιού γινότανε σούσουρο, κακό, είχε μαζευτεί κόσμος πολύς και φώναζε. Ήταν λέει το βασιλόπουλο στα τελευταία του, την έβγαζε δεν την έβγαζε τη μέρα. Τότε λοιπόν η βασιλοπούλα μονολόγησε, Μα, αν πάω με αυτά τα ρούχα κι αν με δει θα με γνωρίσει. Θα πει πως εγώ τον παγίδεψα και πως εγώ έριξα τα γυαλιά στη λεκάνη με το γάλα.

Εκείνη την ώρα περνούσε έξω από το παλάτι ένας γέρος καλόγερος. Τον έπιασε λοιπόν παράμερα η βασιλοπούλα και του είπε, Γέροντα την ευχή σου. Θα μου δώσεις τα ρούχα  σου, είναι μεγάλη ανάγκη. Κι εγώ θα σου δώσω φλουριά να πάρεις άλλα, καινούρια. Και ο καλόγερος της τα έδωσε. Κι εκείνη ντύθηκε τα ρούχα του καλόγερου και πήγε στην πύλη να μιλήσει στους φρουρούς. Τους είπε λοιπόν ότι ήθελε να ανέβει πάνω, στην κάμαρη του βασιλόπουλου και να τον κάνει καλά. Αυτοί γέλασαν μαζί της και είπαν, Εσύ θα τον κάνεις καλά, ένας γέρος καλόγερος; Τόσοι και τόσοι γιατροί ήρθαν να τον δουν και κανένας δεν βρήκε τι έχει. Και της έδωσαν μια σπρωξιά και την έριξαν κάτω από τις σκάλες.

Η βασίλισσα, η μάνα του βασιλόπουλου, άκουσε τη φασαρία και βγήκε στο παράθυρό της, είδε τη βασιλοπούλα – καλόγερο και ρώτησε τους φρουρούς και ρώτησε τι είχε συμβεί. Να, λένε αυτοί, ένας παλιο-καλόγερος πέρασε και λέει πως θέλει να γιάνει το βασιλόπουλο. Μα τόσοι και τόσοι πέρασαν, αυτός θα τον κάνει καλά; Μα η βασίλισσα ήτανε μάνα, μια μάνα πονεμένη, και ήθελε να δοκιμάσει τα πάντα για το παιδί της. Έτσι λοιπόν διέταξε να ανοίξουν αμέσως οι πύλες και να περάσει π καλόγερος πάνω, στην κάμαρη του βασιλόπουλου. Και γύρισε στη βασιλοπούλα – καλόγερο και της είπε, Αν κάνεις καλά το παιδί μου θα σου δώσω το μισό μας βασίλειο και κάθε μέρα της ζωής μου μέχρι να πεθάνω θα λέω το όνομά σου. Η βασιλοπούλα – καλόγερος δεν είπε τίποτα, μονάχα πως δεν θέλει το μισό βασίλειο, θέλει μια λεκανίτσα με λίγο λάδι και τίποτα άλλο. Όμως  θα ήθελε και να φύγουνε όλοι από την κάμαρη του βασιλόπουλου και να μείνουν μονάχα οι δυο τους.

drosia

Κι έτσι κι έγινε. Και τότε η βασιλοπούλα έβγαλε τη σκόνη από το πουγκί, την έριξε πάνω από το λάδι και την ανακάτεψε καλά-καλά και άρχισε να αλείφει το βασιλόπουλο. Και όσο το άλειφε, έβγαιναν τα γυαλιά από μέσα του κι έπεφταν στο πάτωμα και επέστρεφε το χρώμα στα μάγουλα του βασιλόπουλου. Και σιγά-σιγά εκείνο άρχισε να κουνιέται και να ψιθυρίζει Θα την εκδικηθώ, θα την εκδικηθώ που με γέλασε και με παγίδεψε. Η βασιλοπούλα-καλόγερος ξαναπήγε και δεύτερη μέρα και ξαναάλειψε το βασιλόπουλο κι εκείνο έγινε ακόμα πιο καλά και μπορούσε να μιλήσει πιο δυνατά και έλεγε Αχ, την κακούργα τι μου έκανε! Και ξαναπήγε και Τρίτη μέρα και τότε πια το βασιλόπουλο έγινε τελείως καλά και σηκώθηκε όρθιο και είπε δυνατά Μα θα την εκδικηθώ την κακούργα για το κακό που μου έκανε. Ακούς εκεί, να βάλει γυαλιά, μέσα στη λεκάνη με το γάλα! Τότε λοιπόν η βασιλοπούλα – καλόγερος του είπε, Αχ βασιλόπουλό μου, δεν το έκανε αυτή, το έκαναν οι κακούργες οι αδελφές της. Το βασιλόπουλο δεν την πίστευε. Τότε λοιπόν η βασιλοπούλα – καλόγερος πέταξε από πάνω της τα καλογερίστικα και ξεχύθηκαν τα μακριά μαλλιά της και φάνηκαν τα βασιλικά της φορέματα. Και τότε λοιπόν το βασιλόπουλο την αναγνώρισε και την αγκάλιασε και τη φιλούσε και έδωσε διαταγή να ξεκινήσουν αμέσως οι ετοιμασίες του γάμου.

Η βασιλοπούλα ήταν πολύ ευτυχισμένη. Μόνο που σκεφτόταν τον πατέρα της. Είπε στο βασιλόπουλο, Λείπω τόσο καιρό από το σπίτι μου και ο πατέρας μου θα ανησυχεί. Δεν θα ξέρει που βρίσκομαι κι αν είμαι καλά. Έτσι λοιπόν οι δυο τους έφυγαν και πήγαν στο βασίλειο του βασιλιά-πατέρα της. Και εκείνος μόλις τους είδε χάρηκε πάρα πολύ με τη χαρά του παιδιού του κι ετοιμάστηκε να πάει κι εκείνος στο γάμο. Όσο για τις αδελφές της από την ντροπή τους έφυγαν μακριά από το βασίλειο για να κρυφτούνε. Και όπως μου είπανε ίσως να τρέχουνε ακόμα να βρουν μέρος να κρυφτούνε. Και είχαμε αγάπες και χαρές και ξεφάντωσες πολλές κι ήμουνα κι εγώ εκεί και μου δώσανε φακή!

 

Συνεχίστε την ανάγνωση

Χαϊκού στο νησί των ανέμων

Ο ψυχολόγος

Υπήρξε σαφέστατος.

Ν’ αφήσω νύχια

(Θεραπευτική αγωγή, του Χάρη Μελιτά)

haiku

Ο ποιητής λιτός, χωρίς στόμφο, με λεπτό χιούμορ, τόσο στη γραφή όσο και στην απαγγελία που πρόσφερε στο κοινό του.

Οι μέρες στο νησί κουβαλούν μικρά, απρόσμενα θραύσματα ποίησης ακόμη και στα ροζέ άνθη της βουκαμβίλιας που τρυπώνουν στο κασάκι της γάτας, περιπαίζοντας τις ακαθαρσίες της μέσα στην λευκή άμμο.

Συνεχίστε την ανάγνωση

Περπατώντας το καλοκαίρι

«Στην ελληνική μυθολογία ο Καιρός είναι η προσωποποίηση της τύχης, της τυχερής στιγμής που πρέπει κανείς να αδράξει, η ικανότητα να παρέμβει αποτελεσματικά στη ροή των γεγονότων» γράφει η Yvonne Mostard από την Ολλανδία κάτω από την εικαστική της δημιουργία, ένα γυναικείο κεφάλι που το στεφανώνουν κλαδιά αμπελιού και φύλλα χρυσού.

User comments
User comments

Μία τέτοια μικρή και τυχερή στιγμή άδραξα όταν αποφάσισα να γίνω κομμάτι της «εικαστικής περιπλάνησης» στον Μουντάδο της Τήνου που ευαγγελιζόταν μια αφίσα. Στα λημέρια της τέχνης έχουμε μάθει συχνά οι λέξεις άλλα να λένε και άλλα να εννοούνε γι’ αυτό δεν ήμουν απολύτως βέβαιη τι περιλάμβανε μια εικαστική περιπλάνηση ωστόσο, η αγγλική μετάφραση art walking για τους αλλοδαπούς δεν μου άφηνε και πολλές αμφιβολίες. Η αγγλική έχει λιγότερα τερτίπια: Waling is walking! Θα περπατούσαμε λοιπόν. Είχα και καλή παρέα. Μέσα!

mountados_5

Έτσι ανακάλυψα ένα χωριό από τα λιγότερα γνωστά του νησιού με σπιτάκια ταπεινά και μερικά λιγότερο ταπεινά που κατηφόριζαν μια τυπική ξερή κυκλαδίτικη πλαγιά και είχαν γύρω τους έναν μικρό φτιαχτό παράδεισο με λουλούδια και δέντρα φυτεμένα από χέρι ανθρώπου, με ασβεστωμένες αυλές και αυλόθυρες με κιγκλιδώματα. Και βέβαια ατελείωτα σκαλιά και περιποιημένα πλακόστρωτα.

Τα εικαστικά δημιουργήματα-σκοπός της περιπλάνησης, καμωμένα από τα χέρια καλλιτεχνών από όλη την Ευρώπη, είχαν το καθένα το δικό του ενδιαφέρον και ήταν στρατηγικά τοποθετημένα δίπλα σε κάθε ξινάρι (δηλαδή δημόσια βρύση με μαρμαρένια ξόμπλια) του χωριού. Όπως καταλάβατε, είχε πολλές βρύσες! Ως άλλοι κοντορεβυθούληδες ψάχναμε για σημάδια στις πλάκες που πατούσαμε ενώ ρίχναμε και ματιές στον καλαίσθητο χάρτη-οδηγό που είχε τυπωθεί για την περίσταση και περίμενε τους επισκέπτες στο έμπα του χωριού σε πολλά αντίτυπα στοιβαγμένα με βότσαλο στην κορυφή για το φόβο του αέρα μαζί με κέρασμα αμυγδαλωτό που η εν λόγω λιχούδα καταχώνιασε στην τσέπη για να το χαρεί στο τέλος της διαδρομής.

User comments
User comments

Κάπου ανάμεσα στους αριθμούς και τα πατήματα του χάρτη μαγνητίστηκα από τον ήχο μιας ψαλμωδίας, που ακουγόταν πολύ φιλική, του κόσμου ετούτου και όχι του επέκεινα, και ήθελα οπωσδήποτε να βρω την πηγή της. Έτσι, παρεκκλίναμε με τη φίλη μου από τα εικαστικά καλούδια για να βρεθούμε μερικά σκαλιά πιο πάνω, σε ένα εκκλησιδάκι «αρχαίο» όπως με πληροφόρησε ένας γηγενής, μια Παναγίτσα σε μέγεθος δωματίου, ασβεστωμένη απέξω, με χοντρούς πέτρινους τοίχους και ξύλινα τέμπλα ζωγραφισμένα πολύχρωμα μια φορά και έναν καιρό από το χέρι λαϊκού καλλιτέχνη.

User comments
User comments

Μέσα, οι ψάλτες άρρενες κάτοικοι του χωριού υμνούσαν εκείνον που πίστευαν χωρίς  περιττά. Σιγά-σιγά το εκκλησίασμα πλήθαινε, μαζευόταν κόσμος, ακόμα και έφηβοι, όλοι με τα καλά τους. Οι περισσότεροι μπαίνανε μέσα, ανάβανε το κερί τους, προσκυνούσανε και κάθονταν να ακούσουν τη λειτουργία στο πεζούλι του αυλόγυρου, γιατί μέσα την εκκλησία-κόσμημα ο αέρας ήταν λιγοστός και ζεστός. Εκεί αγκυροβολήσαμε κι εμείς. Ευτυχώς φορούσα κι εγώ τα σχετικώς καλά μου. Δεν θα ήθελα να αποτελώ παραφωνία σε εκείνη την τόσο αληθινή γιορτή.

skalopatia_mountados

 

Με το αμυγδαλωτό στην τσέπη, πολλές εικόνες τυπωμένες στον σκληρό του εγκεφάλου και λίγες στο κινητό πήραμε το δόμο της επιστροφής καθώς έδυε ο ήλιος. Οι παρευρισκόμενοι μάλλον γνωρίζονταν όλοι μεταξύ τους γιατί πριν προλάβω να κατέβω τα σκαλάκια που χώριζαν την Παναγίτσα από το μονοπάτι άκουσα τα δύο γερόντια που καθόντουσαν δίπλα μου να συνομιλούν μεταξύ τους: «Από πού ήταν η κοπέλα;»

looking_up_1

Συνεχίστε την ανάγνωση

Προδημοσίευση: «Τα κατορθώματα της Ρόζας Δελλατόλα: Η κλοπή της Παναγίας», Λώρη Κέζα (Διόπτρα)

Τη λένε Ρόζα Δελλατόλα και είναι από ατίθαση γενιά. Εμφανίστηκε το 2013 στην ελληνική παιδική λογοτεχνία, μέσα από τη δημιουργική φαντασία της Λώρης Κέζα. Η Ρόζα είναι ένα κορίτσι που μετακόμισε με τους γονείς και τον αδελφό της από την Αθήνα στο χωριό Λουτρά της Τήνου «για να ζήσουν πιο απλά».

Ο μπαμπάς της, πρώην διευθυντής διαφημιστικής, ανοίγει γραφείο τελετών στο χωριό ενώ η μαμά της κάνει συνέχεια γιόγκα και γράφει ένα βιβλίο για τις γελούδες, τις τοπικές ξωτικιές.

Η Ρόζα είναι τολμηρή, μπερδεύεται στις υποθέσεις των μεγάλων και αντιμετωπίζει τη ζωή με περιέργεια, θάρρος και δόσεις χιούμορ. Μυρίζεται όταν …κάποιο λάκκο έχει η φάβα και ξεσκεπάζει τους απατεώνες του νησιού.

roza_2

Δε διστάζει να γραφτεί ως η μοναδική εσωτερική μαθήτρια στο σχολείο της μονής Ουρσουλινών ώστε αυτό να συνεχίσει να λειτουργεί. Άλλωστε είναι ένας καλός τρόπος για να ξεφύγει από τις ανοστιές της υγιεινής μαγειρικής της μαμάς της.

Οι καλόγριες, πιστές στην παράδοση της πρωτοπορίας του σχολείου τους, μαθαίνουν τη Ρόζα να επικοινωνεί μέσα από γιγάντιες ταμπλέτες με καθηγητές απ’ όλον τον κόσμο, ο καθένας διάσημος στον τομέα του.

Με τις ταμπλέτες θέλει να …παίξει και ο δήμαρχος του νησιού για να βγάλει εύκολο παραδάκι στο δεύτερο τόμο με τα κατορθώματα της Ρόζας.

Από εκεί είναι και το απόσπασμα που ακολουθεί, αφού είχαμε την τύχη να το παραχωρήσει η Λώρη Κέζα Στα πλήκτρα πριν από την επίσημη κυκλοφορία του. Την ευχαριστώ πολύ και στους υπόλοιπους, καλή σας ανάγνωση!

roza_1

Η κλοπή της Παναγίας (*)
Απόσπασμα από το δεύτερο κεφάλαιο
Δήμαρχοι και ταμπλέτες

Αργά το απόγευμα η οικογένεια Δελλατόλα επέστρεψε στο σπίτι, στα Λουτρά. Το χωριό βρίσκεται στο κέντρο της Τήνου, εκεί όπου διασταυρώνονταν πάντοτε οι κεντρικοί δρόμοι, αυτοί που ενώνουν το ανατολικό με το δυτικό μέρος του νησιού και το βόρειο με το νότιο. Βρίσκεται ακριβώς κάτω από το το Εξώμβουργο, τον απόκρημνο βραχώδη λόφο όπου ήταν χτισμένη η αρχαία πόλη της Τήνου και αργότερα η μεσαιωνική πόλη. Αν φανταστούμε το νησί ως ανθρώπινο σώμα, αυτός ο βράχος είναι η καρδιά. Όλοι οι αρχαίοι πετρόχτιστοι δρόμοι, όλα τα μονοπάτια συνδέονται σαν αρτηρίες και φλέβες που με κάποιο τρόπο καταλήγουν στο κέντρο, στην καρδιά. Εκεί υπάρχει ένα μοναστήρι κι ένας ναός που συμπτωματικά είναι ναός της Ιεράς Καρδίας του Ιησού. Τα Λουτρά είναι το χωριό δυο καθολικών μοναστηριών. Αυτό το σημείο διάλεξαν οι Ιησουίτες το 1840 για να αναγείρουν τη Μονή τους και ακολούθησαν οι Ουρσουλίνες που ίδρυσαν την περίφημη Σχολή.

Η Ρόζα ανέβηκε πρώτη τα πέτρινα σκαλοπάτια του σπιτιού. Στο κατώφλι κάποιος είχε αφήσει ένα βότσαλο. Αυτό είναι μήνυμα. Αν κάποιος περάσει και δεν βρει κανέναν, αφήνει βότσαλο μπροστά στην πόρτα. Τον πρώτο καιρό η μαμά της Ρόζας, νόμιζε πως οι συγχωριανοί τής κάνουν πλάκα. Κατόπιν ξεκίνησε να γράφει ένα βιβλίο για τις Γελούδες και άρχισε να ρωτά αν αυτά τα τοπικά φαντάσματα επικοινωνούν αφήνοντας βότσαλα. Οι Γελούδες προτιμούν όμως να φοβίζουν τον κόσμο τη νύχτα και να τους αρπάζουν τα πράγματα. Δεν αφήνουν βότσαλα.

Η Καρμέλα Μπον είχε ακούσει ότι οι Γελούδες λέγονται έτσι επειδή μοιάζουν με αγγέλους, είναι δηλαδή Αγγελούδες. Μετά την έρευνά της κατέληξε ότι λέγονται έτσι από την Αελλώ, δαίμονα του αέρα στην ελληνική αρχαιότητα, η οποία άρπαζε τα υπάρχοντα των ανθρώπων και καμιά φορά τους ίδιους τους ανθρώπους. Τα έγραφε όλα αυτά στο βιβλίο της που είχε ανέλπιστη επιτυχία χάρη σε ένα τυπογραφικό λάθος στο εξώφυλλο: «Οι Γελούδες δεν γελούν, Ιστορίες με Γελάδες και άλλες στρίγγλες». Μια τροφαντή αγελάδα κοσμούσε το εξώφυλλο και όλοι το αγόραζαν νομίζοντας ότι πρόκειται για ιστορίες ερωτικής τρέλας.

Η Ρόζα ήταν σίγουρη ότι το βότσαλο δεν την αφορά. Το χωριό δεν έχει άλλα παιδιά, εκτός από την ίδια και τον αδελφό της. Ευτυχώς την 1η Ιουλίου θα άνοιγε η Σχολή για να λειτουργήσει ως κατασκήνωση. Ετοιμάζονταν να καθίσουν στο τραπέζι για να φάνε το φαγόπυρο με λούζα, το ντόπιο αλλαντικό όταν ακούστηκε μια φωνή: «Φραγκίσκο, πάνω είσαι; Ανεβαίνω…». Στην πέτρινη σκάλα του σπιτιού εμφανίστηκε ιδρωμένος και λαχανιασμένος ο Λορέντζος Πρελορέντζος, ο δήμαρχος. Η Καρμέλα τον κοίταξε λοξά. Ήξερε ότι πάλι κάτι θα ζητούσε.

Ξεκίνησαν μια συζήτηση για τον καιρό, για τους τουρίστες που θα έρχονταν το καλοκαίρι, για την οικονομική κρίση που ζούσε η Ελλάδα. Τότε ο δήμαρχος το ξεφούρνισε.

-Φραγκίσκο βρήκα μια επιδότηση για το νησί και θέλω να με βοηθήσεις. Το κράτος θα δώσει λεφτά σε δήμους που θα κάνουν έργα για την τεχνολογία, για όποιον βάλει ταμπλέτες και κομπιούτερ στην καθημερινή ζωή στα μικρά χωριά. Σκέφτηκα λοιπόν να κάνουμε αλλαγές στα νεκροταφεία. Να βάλουμε οθόνες στα μνήματα και οι συγγενείς να βλέπουν όποτε θέλουν ένα βίντεο για τον πεθαμένο τους.

Ο Φραγκίσκος άρχισε να γελά πολύ δυνατά. Η Καρμέλα κοιτούσε τον δήμαρχο με μεγάλη σοβαρότητα επειδή κατάλαβε ότι αυτά που έλεγε, τα εννοούσε. Πέρασαν κάποια λεπτά μέσα στη σιωπή και η Ρόζα βρήκε την ευκαιρία να πετάξει το φαγόπυρο στον σκουπιδοτενεκέ.

(*) τίτλος εργασίας

laurie_keza

 

Η Λώρη Κέζα γεννήθηκε στο Μόντρεαλ, ζει στην Αθήνα και ονειρεύεται την Τήνο. Είναι δημοσιογράφος και γράφει άρθρα για τους ιππότες, τους πειρατές και τους καλικάντζαρους που συνεδριάζουν στη Βουλή.

 

Συνεχίστε την ανάγνωση

Φεγγάρι, πλοίο, παφλασμός

Το παρών πρωτοδημοσιεύτηκε στις 29/8/2014 στην [ilink url=”http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=29%2F08%2F2014&id=445113″]Ελευθεροτυπία[/ilink].

Εκείνο το απόγευμα βρέθηκα σε μια μικρή ακρογιαλιά του νησιού, μακριά από το σπίτι. Πρώτα έδυσε ο ήλιος, όχι μέσα στο νερό όπως στις καρτ ποστάλ αλλά πίσω από το ξερό κυκλαδίτικο βουνό που προστάτευε τον κόλπο. Και τα ‘βαψε όλα ροζ, όσο χρειαζόταν για να μου μελώσει τη διάθεση.

Το βρεγμένο μαγιό διέκοψε το ρομάντζο μου με τον ουρανό. Με στεγνό φουστάνι εγκαταστάθηκα στο ταβερνάκι, να συνεχίσω τον έρωτά μου εκ του ασφαλούς. Σύντομα έφυγαν και οι τελευταίοι κολυμβητές. Σουρούπωνε. Μακριά από τη βοή του δρόμου και τα αυτοκίνητα μπορούσα να ακούω πεντακάθαρα το διακριτικό παφλασμό του κύματος στην άμμο, αργό, επαναλαμβανόμενο, θεραπευτικό, ηδονικό. Και μετά εμφανίστηκε. Το φεγγάρι. Γεμάτο. Χαριεντίστηκε με τη θάλασσα, άνοιξε μέσα της δρόμο ασημί. Πέρασε και ένα φωτισμένο καράβι στον ορίζοντα. Ξαναπήγα δίπλα στο κύμα. Κοίταξα το φεγγάρι, κοίταξα το πλοίο, άκουσα το κύμα που έσκαγε στα πόδια μου, με αυτή τη σειρά, ξανά και ξανά. Φεγγάρι, πλοίο, παφλασμός. Αγία Τριάς. Μέχρι που το πλοίο χάθηκε.

fengari

Επέστρεψα στην καρέκλα μου. Δυο-τρία ζευγάρια είχαν εγκατασταθεί σε ισάριθμα τραπέζια. Κοιτούσαν το φεγγάρι, που και που μιλούσαν χαμηλόφωνα. Την προηγούμενη νύχτα, σε ένα πολυσύχναστο καφέ της Χώρας, δυο ελληνοπρεπή καμάκια είχαν αγκαζάρει δυο βόρειες μαυρισμένες ξανθούλες. Πίναν μπίρες. Η πανσέληνος κρεμόταν αυτάρεσκα από πάνω τους. Ο ένας εκ των δύο αγγίζει το μπράτσο της δικιάς του ξανθιάς καλλονής και της λέει «Look. Moon: φε-γγά-ρι. Little moon: Φεγγαράκι. Moon: φεγγάρι. Φεγγαράκι: moon-aki. Κι έσκασε στα γέλια μαζί με τον φίλο του. Ευχαριστημένος από το αστείο του, το επανέλαβε ακόμη μια φορά. Τα κορίτσια χαζογέλασαν χωρίς να καλοκαταλαβαίνουν.

Το κύμα πάφλαζε πάντα αργά και ρυθμικά. Πλήρωσα τον λογαριασμό κι έφυγα. Σε όλη τη διαδρομή ένιωθα τη νωπή άμμο στις σαγιονάρες μου. Φεγγάρι, πλοίο, παφλασμός. Με αυτήν τη σειρά.

Συνεχίστε την ανάγνωση